Οι Βρυξέλλες έχουν πολλά κοινά με την Αθήνα. Είναι και οι δύο πρωτεύουσες κρατών που γεννήθηκαν τον 19ο αιώνα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τις διαμορφώνει η ίδια αγωνία να μπουν στην νεωτερική εποχή των εθνικών κρατών. Και οι δύο πόλεις δείχνουν πως οι ιστορίες που λέμε δεν περιγράφουν τον κόσμο αλλά τον διαμορφώνουν.
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Το 2018 ξεκίνησε η παραγωγή της “Επίσκεψης” στις Βρυξέλλες. Mετά από δύο χρόνια συζητήσεων ξεκινήσαμε την έρευνα με πρωτοβουλία του κέντρου έρευνας για τις παραστατικές τέχνες CIFAS και με την στήριξη του “Οίκου Θεαμάτων” (Maison du Spectacle) La Bellone. Με την δραματουργική συμβολή της Camille Louis, παλιάς συνεργάτιδας και φίλης, έχουμε ξεκινήσει να σαρώνουμε τους δρόμους και τις μνήμες αυτής της σπουδαίας πόλης.
Οι Βρυξέλλες όταν τις κοιτάξουμε δίπλα με την Αθήνα δίνουν μια προνομιακή οπτική, βρίσκονται στην διαγώνια άκρη της Ευρώπης κι έτσι φέρνουν στην επιφάνεια ομοιότητες και διαφορές που φωτίζουν αμοιβαία τις δύο πόλεις. Το βλέμμα πηγαινοέρχεται από τη Νότια στην Βόρεια Ευρώπη και από την Ανατολική στην Δυτική. Τα θέματα είναι πολλά και συναρπαστικά όταν τα βάλεις δίπλα δίπλα: το μεσαιωνικό ιστορικό βάθος των δύο πόλεων, η είσοδος στη Νεοτερικότητα και τον Εθνικισμό, η σχεδόν σύγχρονη ανεξαρτητοποίηση Βελγίου και Ελλάδος, ο Βασιλιάς του Βελγίου που κόντεψε να γίνει βασιλιάς της Ελλάδος, η εξαφάνιση και των δύο πόλεων από τα σύμβολα που έχουν συνδεθεί μαζί τους (η χρυσή αρχαιότητα από την μία και το θεσμικό εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την άλλη), η πολιτική τους αγωνία, η πολεοδομική βία, τα κρυμμένα νερά και το κρυμμένο παρελθόν, τα πολιτικά και πολιτιστικά χάσματα, οι αφηγηματικές κατασκευές και οι επιπτώσεις τους κ.ο.κ. Αυτά και άλλα διαβάζονται στους δρόμους και στα κτήρια και θέλουμε να τα οργανώσουμε και να τα μοιραστούμε με το κοινό.
Κάνουμε συναντήσεις με ειδικούς και με απλούς πολίτες, με ανθρώπους που συναντάμε τυχαία και με άλλους παθιασμένους με την μάχη των ιδεών. Οι Βρυξέλλες είναι μαγικές, γεμάτες αφορμές να σκεφτεί κανείς την ευρωπαική και την παγκόσμια συγκυρία. Τα ερωτήματα παραμένουν όμως: Πως αποφεύγει κανείς τα προφανή; Πως περνά κανείς μέσα από την επικαιρότητα σ’ αυτό που δίνει βάθος και μετατρέπει την ασφυγξία του επείγοντως σε ευκαιρία κατανόησης;