ΦΡΕΝΤΡΙΚΣΤΑΝΤ
Το Φρέντρικσταντ είναι μια πόλη που χτίζεται την περίοδο της Αναγέννησης. Γνωρίζει μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη και στα τέλη του 20ου αιώνα βιώνει κι αυτή -όπως τόσες άλλες πόλεις του ανεπτυγμένου κόσμου- την αποβιομηχάνιση. Λόγω της κλίμακάς της, μας βοηθά να καταλάβουμε διεργασίες που σε άλλες μεγαλουπόλεις διακρίνονται δυσκολότερα. Η έρευνα, τα εργαστήρια, οι συνεντεύξεις ξεκίνησαν το 2017. Έπεται συνέχεια.
ΦΡΕΝΤΡΙΚΣΤΑΝΤ
Η πόλη του Φρέντρικσταντ (Fredrikstad) βρίσκεται στη νοτιοανατολική Νορβηγία, στo δέλτα του ποταμού Γκλόμα (Glomma), νότια της πρωτεύουσας Όσλο. Βρίσκεται στην επαρχία Όστφολντ (Østfold) και έχει γύρω στους 80.000 κατοίκους.
Ιδρύθηκε το 1567 από τον Φρειδερίκο Β’ της Δανίας σαν υποκατάστατο μιας κοντινής πόλης, του Σαρπσμπόργκ (Sarpsborg) που καταστράφηκε ολοκληρωτικά στον πόλεμο με την Σουηδία. Παρουσιάζει ενδιαφέρον πως το Σαρπσμποργκ τελικά δεν εγκαταλείφθηκε, ξαναχτίστηκε και υπάρχει ακόμα. Η πόλη του Φρέντρικσταντ μοιάζει να γεννιέται μέσα από μια παρεξήγηση. Επιπροσθέτως αποτελεί υπόδειγμα της πολεοδομίας του ευρωπαϊκού 16ου αιώνος με το φρούριο σε σχήμα αστεριού που απλώνεται σε δυο μεριές του ποταμού.
Το Φρέντρικσταντ, σε αντίθεση με το Μος, που βρίσκεται σε απόσταση μισής ώρας, δεν είναι μια πόλη αυτοφυής αλλά μια πόλη που γεννιέται μετά από διαταγή του ηγεμόνα αυστηρά σχεδιασμένη, το φρούριο της είναι ένα από τα καλύτερα διατηρημένα στην Ευρώπη. Οι δύο αυτές πόλεις, το Φρέντρικσταντ και το Μος είναι παραδοσιακά αντίπαλες κι αυτό εκδηλώνεται καθαρά όταν βρίσκονται αντιμέτωπες οι ποδοσφαιρικές τους ομάδες. Αυτή η αντιπαλότητα, βέβαια, έχει πολλές προεκτάσεις κι αξίζει να μελετηθεί σε περισσότερο βάθος. Η πρώτη ακμή της πόλης του Φρέντρικσταντ συνδέεται με αξιοποίηση της δύναμης του ποταμού και τους μύλους που κόβαν ξύλα. Μέσα στα χρόνια παρουσίασε μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη και κάνοντας μια μεγάλη πορεία μπήκε, την δεκαετία του 1980, σε μια διαδικασία αποβιομηχάνισης όμοια με αυτήν που συναντάμε σε πολλές χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, στην Ευρώπη και την Αμερική. Τώρα αυτή η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί και η πόλη αναζητά νέες σημασίες και νέες χρήσεις του χώρου και της ιστορίας που πριν κατελάμβαναν οι βιομηχανίες.
Στην έρευνα μας βλέπουμε τις μεγάλες αφηγήσεις, τα λεγόμενα σημαντικά γεγονότα και τις ιστορικές καμπές αλλά δεν σταματάμε εκεί. Το ελάχιστο της προσωπικής μνήμης έρχεται και καθρεφτίζεται στα μεγάλα βήματα της ιστορίας. Αυτό το ελάχιστο δίνει βάθος στα πράγματα, αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε την σημασία των γεγονότων. Συχνά όμως μπορεί να χαθεί και η διάσωση η καταγραφή και η ερμηνεία της ασήμαντης προσωπικής διάστασης της ιστορίας είναι ένα μεγάλο στοίχημα. Χρειάζεται χώρος για το υπόλοιπο της μεγάλης “ιστορίας”, για τους ανθρώπους. Αυτό γίνεται πιο δύσκολο όταν υπάρχουν σαρωτικές αλλαγές που σβήνουν όλα τα ίχνη του παρελθόντος κι εξαφανίζουν ολόκληρες γειτονιές και εργοστάσια μεγάλα σαν πολιτείες. Παράδειγμα αυτής της διαδικασίας είναι η ταυτότητα της πόλης του Φρέντρικσταντ η οποία ήταν συνδεδεμένη με τα τεράστια ναυπηγεία της που βρίσκονταν σε πολύ καίριο σημείο, στο σημείο που η πόλη ανοίγει στη θάλασσα. Τα ναυπηγεία είναι πλέον έρημα και η χρήση τους θα μπορούσε να καθορίσει το μέλλον της πόλης σε όλα τα επίπεδα. Εντούτοις αυτή την απόφαση θα την πάρει μία οικογένεια χωρίς να διαβουλευτεί με τους πολίτες. Είναι, δε, γνωστό στην πόλη πως όλο το κέντρο της ανήκει σε ένα περιορισμένο αριθμό οικογενειών οπότε σε γενικές γραμμές λίγοι αποφασίζουν το μέλλον των πολλών με τρόπο αδιαφανή.
Εδώ βγαίνει στην επιφάνεια ένα παράδοξο που υπάρχει σε πολλές άλλες πόλεις του κόσμου, χωρίς να φαίνεται όμως με την ίδια ένταση: η μοίρα μιας πόλης αποφασίζεται από πολύ λίγους κι αυτό καθιστά τους πολίτες ασήμαντους, σχεδόν κομπάρσους σε ένα παιχνίδι εκτός δημόσιας συζήτησης. Μήπως υπάρχουν όρια στην ιδιοκτησία; Μήπως πρέπει να διερευνήσουμε τι σημαίνει κυριότητα ενός κτιρίου ή μιας περιοχής όταν το νόημα της είναι τόσο καθοριστικό για όλους; Με άλλα λόγια ποια είναι τα αμοιβαία όρια του δημόσιου και του ιδιωτικού; Και επίσης πως θα ισορροπήσει το ελάχιστο της ανάμνησης με το τεράστιο της ιστορίας; Αν χαθεί το ένα θα γκρεμιστεί και το άλλο.
Τέτοια συναρπαστικά ερωτήματα δε μπορούν να απαντηθούν σε έναν τόπο, είναι παγκόσμια. Γι’ αυτό το λόγο και μόνο η διατύπωση και μόνο η κατανόηση του προβλήματος είναι ένα τεράστιο βήμα που μας οδηγεί πέρα από το Φρέντρικσταντ. Μπορείς να είσαι σε ένα μέρος και να ταξιδεύεις νοερά τον κόσμο ολόκληρο.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Όποτε μιλούσαμε σε διεθνές κοινό για την επίμονη δουλειά με θέμα την Αθήνα δημιουργούνταν στο κοινό το εύλογο ερώτημα αν μπορεί να γίνει μια «Επίσκεψη» κάπου αλλού. Σε πόλεις για τις οποίες δεν είχαμε αναμνήσεις και εμπειρίες. Η ανάγκη να σκύψουμε πάνω στο φαινόμενο της πόλης εμφανίζεται στις μέρες μας σχεδόν παντού. Η απάντηση ήταν πως μπορεί να γίνει μια ανάλογη πρόταση ανάγνωσης άλλων πόλεων αλλά χρειάζεται χρόνος και έρευνα. Αυτό, βέβαια, παρέμενε μια εκτίμηση γιατί δεν είχε γίνει μια εκτεταμένη δοκιμή. Έτσι, η πρόκληση ήταν μεγάλη όταν έγινε πρόταση να γίνουν δύο «διαδρομές» σε δύο πόλεις της επαρχίας Όστφολντ (Østfold) στην νοτιοανατολική Νορβηγία, το Μος και το Φρεντρικσταντ. Πόλεις που έχασαν της ζωτικής σημασίας βιομηχανική δραστηριότητά τους και τώρα διανύουν κρίση ταυτότητας.
Αποφασίσαμε πως έπρεπε να οργανώσουμε μια διαδικασία που θα είχε “αξία” σε κάθε της βήμα, το “έργο” θα βρισκόταν σε όλες τις πτυχές αλλά θα ενεργοποιούνταν από την διαδρομή που αποτελούσε όχι τον στόχο αλλά την αφορμή του εγχειρήματος. Ξεκινήσαμε με έναν γενικό προγραμματισμό που περιλάμβανε συναντήσεις με ανθρώπους διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και ηλικιών σε διαφορετικές συνθήκες, βόλτες σε μέρη που επέλεξαν, συναντήσεις για συζήτηση χωρίς αυστηρή ατζέντα σα να μην υπάρχει διακύβευμα και τέλος εργαστήρια όπου γινόταν περισσότερο εστιασμένη δουλειά. Σε κάθε περίπτωση χρειαζόταν και χρειάζεται πάντα, χρόνος με την πόλη με τους ανθρώπους, με τις συνθήκες, με το κλίμα. Χρειαζόταν να σταθούμε μπροστά στην πόλη και να την αφουγκραστούμε, με την ιστορία και τις αναμνησεις να στέκονται και ενίοτε να συνομιλούν ισότιμα.
Το αναφέραμε ήδη μιλώντας για το Μος: “Η δουλειά μας έχει πάντα σαν εκκίνηση την κατανόηση. Με όλες τις πιθανές ερμηνείες του όρου. Και σαν προορισμό, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενο, την αγάπη, για τον τόπο. Και είναι παράξενο γιατί η αγάπη δεν κατασκευάζεται. Εντούτοις, η αγάπη, υπάρχει όπου υπάρχει ζωή ακόμη κι αν μοιάζει λιγοστή ακόμα κι αν έχει στρεβλή μορφή αν και τελικά ποιός θα ορίσει τη “σωστή” της εκδοχή; Τέλος η αγάπη, αν βρεθεί, μεταβιβάζεται. Από το ένα σώμα στο άλλο. Δεν μας ενδιαφέρει λοιπόν μια κατασκευή αλλά μια μεταβίβαση.”