ΑΡΧΕΙΟ
Αυτή η χρονιά άρχισε με ατέλειωτους περιπάτους.
Στις παγωμένες Βρυξέλλες με γάντια από τη Φιλανδία, ένα σκούφο από τη Νορβηγία και το νου στο πως η Αθήνα φωτίζει και φωτίζεται από τον κόσμο. Να ανακοινώσουμε λοιπόν πως ξεκινάμε τη νέα εκδοχή της “Επίσκεψης” στις Βρυξέλλες. Το Βέλγιο και η Ελλάδα έχουν μιαν αφετηρία σχεδόν ταυτόχρονη, εκεί γύρω στο 1830 γίνεται η επίσημη αναγνώριση τους. Είναι διαγώνια άκρα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Οι Βρυξέλλες συγκεκριμένα είναι πόλη με μεγάλες εντάσεις κι αυτό είναι το δύσκολο προνόμιο της. Το ίδιο ισχύει και για την Αθήνα.
Θα μοιραστούμε κάποιες σκέψεις παρά τις αναπόφευκτες γενικεύσεις. Είναι γοητευτική αυτή η πόλη, είναι πλήθος διαφορετικές πόλεις σε μια. Η φτώχεια και ο πλούτος απέχουν ελάχιστα. Έχει μια θλίψη αλλά κι ένα αυτοσαρκαστικό χιούμορ Βρυξελλών” το λεγόμενο Zwanze. Οι εντυπώσεις όμως θέλουν σκάψιμο για να ακούσουμε τι έχει να μας πει για μας τους ίδιους και για τον κόσμο μας.
Το “πεντάγωνο” κέντρο των Βρυξελλών είναι το μεσαιωνικό κέντρο της πόλης ενώ στην Αθήνα υπάρχει το τυπικό νεοκλασικό “τρίγωνο”. Το κέντρο της κάθε μιας από τις δύο πόλεις αποτυπώνει εντάσεις και ανταγωνισμούς της πολεοδομικής ιστορίας τους.
Το “Νεοκλασικό” κέντρο της Αθήνας το δημιούργησε η νεωτερική (ή μοντέρνα) της μεταμόρφωση με την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους. Είναι η στιγμή που λέμε πως φτάνει η “πρόοδος” ο “πολιτισμός” κ.ο.κ.
Όταν όμως παρατηρούμε πως εξαπλώνεται το νεωτερικό σχεδόν πάντα σκανδαλιζόμαστε από την βία που ασκεί. Οι “προοδευτικές” σκηνοθεσίες της νεωτερικότητας συντρίβουν τους αδύναμους κι αυτό νομιμοποιείται επειδή μάχεται την ακαθαρσία, την ανηθικότητα, τον σκοταδισμό, την βαρβαρότητα, την έλλειψη πολιτισμού και παιδείας κ.ο.κ.
Δεν είναι βεβαίως προνόμιο της νεωτερικότητας η αδικία. Άλλο είναι το πρόβλημα, πως μέχρι πρόσφατα παρουσιάζαμε τα πράγματα απλοϊκά, το “νέο” ήταν΄πάντα καλύτερο από το “παλιό”. Με αυτό το απλό κόλπο, για αιώνες, η Ευρώπη έδινε στον εαυτό της τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ιστορία. “Παίζοντας” πάντα την νεώτερη άρα καλύτερη εκδοχή της ανθρωπότητας. Υπήρχαν βεβαίως εποχές εξιδανικευμένες όπως η Αρχαία Ελλάδα, αλλά πάντα μακρινές. Τώρα όμως ξέρουμε, δεν είναι εύκολο να πούμε με τρόπο μονοσήμαντο αν η νεωτερικότητα βελτίωσε την ανθρώπινη ζωή ή όχι.
Επιστρέφοντας στις Βρυξέλλες, στο “πεντάγωνο” φαίνονται καθαρά οι κοινωνικές μεταμορφώσεις, παλιές και νέες. Η χάραξη των δρόμων π.χ. δείχνει ποιοι ελέγχουν την πόλη και την σχέση τους με τον “λαό”, με αυτούς που δεν μετέχουν στην εξουσία. Παρόμοια πράγματα βλέπουμε βεβαίως και στο Αθηναϊκό “τρίγωνο”. Αλλά το πράγμα είναι ακόμα πιο πολύπλοκο διότι η πόλη των Βρυξελλών εκτείνεται πέρα του πενταγώνου και ενώ την αντιλαμβανόμαστε σαν μία πόλη, αποτελείται από 19 διαφορετικούς μεσαιωνικούς δήμους που πρέπει διαρκώς να διαπραγματεύονται μεταξύ τους. Οι βαθμός αυτονομίας είναι πολύ υψηλός αφορά δρόμους, αστυνομία, νοσοκομεία κ.ο.κ. Οι 19 “κομμούνες” προκαλούν ένα “χάος” οριζόντιας διαπραγμάτευσης αλλά και κάθετης με την κεντρική διοίκηση. Είναι όμως σωστό να ονομάζουμε “χάος” τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης; Αυτές οι μικρές διοικητικές ενότητες δίνουν την δυνατότητα σε πολλές και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες να εκφραστούν, προστατεύουν τον πολιτικό χώρο.
Οι “μεσαιωνικές” αυτές πολιτικές δομές δεν άφησαν να ξεχαστούν οι πληγές τις περιόδου που οι Βρυξέλλες – παράλληλα με την Αθήνα – μετατρέπονταν βίαια σε πρωτεύουσα μοντέρνου κράτους. Και οπλισμένες με αυτήν την μνήμη οι τοπικές κοινότητες προστατεύουν την πόλη τους.
Αυτό όταν το μεταφέρεις στην αθηναϊκή πραγματικότητα μπορείς να αρχίσεις να σκέφτεσαι τι μπορεί να σημαίνει το γεγονός πως από τα προεπαναστατικά σπίτια της Αθήνας (πάνω από χίλια) σώζεται μόνο… ένα. Η Αθήνα είπαμε πως δήθεν ήταν χωριό για να μην υπάρχει αντίσταση και η εξαφάνιση αυτής της μνήμης εξαφάνισε και το έγκλημα. Η Ιστορία γράφτηκε από τους νικητές. Οι απλοί άνθρωποι δε συμμετείχαν στην διαδικασία δημιουργίας του Ελληνικού κράτους. Κι εκεί έγκειται η τεράστια σημασία της σύγκρουσης “αυτοχθόνων” και “ετεροχθόνων” για την οποία πρέπει να ξαναμιλήσουμε.
Εντούτοις δεν χάθηκαν τα πάντα έχουμε π.χ. τον Δημήτρη Καμπούρογλου και αρκετά άλλα τεκμήρια για να ξανασκεφτούμε εκείνη την εποχή και μαζί το κόστος της μετάβασης στη νεωτερικότητα και την σημασία αυτής της “Ελληνικής” μεταμόρφωσης για την Ευρωπαϊκή ταυτότητα.
[έπεται συνέχεια… ]
/*Για το ότι η Αθήνα δεν ήταν ποτέ χωριό δείτε μια παλαιότερη ανάρτηση*/
Κάθε εικόνα αξίζει μιαν ανάρτηση.
Βλέπεται ένα γκράφιτι στο κανάλι με μια σκηνή από την θυσία του Αβραάμ του Καραβάτζιο, η απέναντι όχθη του καναλιού σε εκείνην ακριβώς την περιοχή έχει μεγάλο μουσουλμανικό πληθυσμό.
Η κοπέλα περπατά παράλληλα σε μιαν από τις “ουλές” της πόλης, την “διασύνδεση” (conjonction), μια από τις τρεις αρτηρίες που κόβουν και διακόπτουν την παλιά πόλη με διαφορετικούς τρόπους η κάθε μία, θυμίζουν άλλες επεμβάσεις που εξαφάνισαν ολόκληρες γειτονιές. Οι Βρυξέλλες έχουν βιαστεί τόσο βίαια που παλιά υπήρχε στις σχολές αρχιτεκτονικής ο όρος “Βρυξελλοποίηση” (Bruxellisation).
Η “Μεγάλη Πλατεία”, το μεγάλο αξιοθέατο είναι ένα πεδίο ανταγωνισμού των εξουσιών της πόλης, εδώ φαίνεται ο ρόλος της “ομορφιάς”, η πάλη για επικράτηση διεξάγεται αποτελεσματικά στο πεδίο της αισθητικής και του “πολιτισμού”.
Από την βικιπαίδεια βλέπετε ένα σχεδιάγραμμα του μεσαιωνικού πυρήνα της πόλης.
Τέλος, ο Χάρτης δείχνει πως με μια (κόκκινη) μολυβιά φτιάχνονταν τα καινούρια πολεοδομικά τετράγωνα, πίσω από αυτό το τελείως ανώδυνο σχεδιάγραμμα υπάρχει ο εκτοπισμός χιλιάδων ανθρώπων και το σβήσιμο της μνήμης τους.

Λεωφόρος Αττικού Άλσους, Γιώργος Σαλαμέ, 2018.
Υπάρχουν πολλές γωνίες και τρόποι να δούμε την πόλη. Από ψηλά, από μέσα, με χάρτες μέσα από το παρελθόν και μέσα από το μέλλον, με γνώμονα την ομορφιά ή την δικαιοσύνη, την μοιρασιά του χρόνου, την μοιρασιά της ζωής ή ακόμα του θανάτου. Όπως απλώνεται σαν άμμος και χάνεται στο βάθος μπορεί να μας τρομάζει γιατί μοιάζει ακατανόητη και απρόβλεπτη αλλά αυτό είναι το δώρο της και η μαγεία της, πως είναι ανεξάντλητη και αντιστέκεται σε όλες τις γενικεύσεις που κάνουμε, για την πόλη και τους πολίτες της. Η πόλη της Αθήνας είναι όπως όλες οι πόλεις, δεν υπάρχει. Μόνον γίνεται κάθε μέρα, μέσα από τις αποφάσεις μας και τις εικόνες που προβάλουμε πάνω της. Κάποιες φορές την θέλουμε άσχημη και κακή, εμείς οι ίδιοι, άλλες την χρειαζόμαστε όμορφη και ανθρώπινη για να πιαστούμε από κάπου. Τελικά είναι ό,τι είμαστε εμείς. Η Πόλη, η Ιστορία, ο χώρος και ο χρόνος και κάπου στην μέση εμείς να τον οργανώνουμε και να τον ονομάζουμε ξανά και ξανά.
Πλησιάζουν δύο χρόνια από τότε που η “Επίσκεψη” άρχισε να γίνεται ανοικτά, κάπως επίσημα. Είχαν προηγηθεί έξι χρόνια, ήδη, που περπατούσαμε την πόλη παρέα με Αθηναίους και ξένους επισκέπτες. Ήδη τότε ” η Επίσκεψη ήταν πρόσκληση σε μιαν αδυσώπητη παρηγοριά.”
Τώρα το εγχείρημα εξελίσσεται και μεγαλώνει. Σε λίγο θα έχουμε καινούριο ιστότοπο (site), έχουμε μια Νορβηγική εκδοχή, πλήθος δραστηριότητες εκτός Ελλάδος και Αθήνας και ένα δίκτυο συνεργατών που σιγά σιγά θα ανακοινώσουμε. Από μια διαδρομή στην Αθήνα, η “Επίσκεψη” γίνεται ένα εργαστήριο μελέτης της Ιστορίας και της πόλης. Τις εβδομάδες που έρχονται θα ανακοινώνουμε σταδιακά τις αλλαγές που δεν αλλάζουν την αφετηρία, μάλλον την επεκτείνουν. Είναι ίσως καιρός να θυμηθούμε την πρώτη περιγραφή:
“Η Επίσκεψη ξεκίνησε πηγαία το 2010. Σαν αυθόρμητος περίπατος με ξένους επισκέπτες, δημοσιογράφους, ερευνητές επιστήμονες, καλλιτέχνες ή απλώς φίλους που θέλανε να καταλάβουν τις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Μια συζήτηση καφενείου δεν έφτανε. Έπρεπε να βγούμε από το επείγον, να βρούμε χρόνο. Έπρεπε πάνω απ’ όλα να δοκιμάσουμε κάπως τα όρια και τους αυτοματισμούς της γλώσσας που οδηγούσαν το μυαλό διαρκώς στα ίδια συμπεράσματα Χρειαζόταν η εμπειρία του χώρου που θέλαμε να γνωρίσουμε, χρειαζόμασταν τη συνείδηση αυτού του χώρου. Κι αυτή η συνείδηση που πιέζει, επειδή απλώς υπάρχει, την γλώσσα να αλλάξει διαδρομές ονομάζεται διαφορετικά ποίηση. Να πω λοιπόν, από νωρίς, πως βγήκαμε στον δρόμο με τον πόθο της ποίησης, ακόμα κι αν η Επίσκεψη δεν ξεχειλίζει απαραίτητα από ποιητικότητα.
Όταν, πάλι, άρχισε να γίνεται με Έλληνες και Αθηναίους ήταν αντίδραση στην αγωνιώδη θλίψη και σε μια διάχυτη απαξίωση κάθε πράγματος Νεοελληνικού. Απαξίωση που πρέπει να πούμε καθαρά πως στερείται σοβαρότητας αν και συχνά γίνεται περισπούδαστα. Η Επίσκεψη ήταν πρόσκληση σε μιαν αδυσώπητη παρηγοριά. Διότι τέτοιο είναι το μάθημα της Αθήνας, ειδικά και της Ιστορίας, γενικότερα. […]
Βγαίναμε, λοιπόν, στο κέντρο της πόλης με στόχο να διαβαστούν τα «μνημεία» της, δηλαδή σχεδόν οτιδήποτε βρίσκαμε μπροστά μας. Η έμφαση δινόταν στις διεργασίες που γέννησαν το Ελληνικό κράτος, στον 19ο αιώνα, του οποίου σπουδαιότατο γεγονός, παγκόσμιας εμβέλειας, ήταν η Ελληνική επανάσταση. Γυρνούσαμε διαρκώς γύρω από τον 5 ο αιώνα π.Χ. χωρίς να τον πολυαγγίζουμε και αναδύονταν αφορμές να δούμε άλλες εποχές, που συνήθως αγνοούμε, η Ρωμαϊκή, η λεγόμενη Βυζαντινή, η Οθωμανική. Πολύ σύντομα άρχισε να δημιουργείται μια διαδρομή, η οποία άλλαζε διαρκώς, εξελισσόταν. Μετά φάνηκε πως τα σημαντικά σημεία που είχαν επιλεγεί έδειχναν κάθε φορά ένα σημείο στο οποίο δύο διαφορετικά πράγματα ακουμπούσαν ή πλησίαζαν το ένα στο άλλο. Μεταβάσεις ή συνδέσεις, χάσματα ή αντιθέσεις στο χώρο ή ακόμα στο χρόνο. Όπως π.χ. όταν δύο διαφορετικά κτήρια γειτνιάζουν και η παράθεση τους αποκαλύπτει κάτι ή πάλι όταν το ίδιο σημείο αλλάζει χρήση σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Μέσα από την εμπειρία, λοιπόν, άρχισε να διαμορφώνεται ένα «κείμενο» κι όχι το αντίθετο. […]
Τώρα, έξι χρόνια μετά, παρουσιάζεται ανοικτά. Δεν είναι εύκολο. Γίνεται να παραμείνει ψίθυρος ενώ λέγεται μεγαλόφωνα; Η προσπάθεια μας είναι να διατηρήσει την θερμοκρασία του μοιράσματος μιας φωνής.”

Η Αθήνα την παραμονή της Επανάστασης, Σχέδιο Ι.Τραυλού.

Η πολεοδομική πρόταση των Κλεάνθη-Schaubert για την πόλη των Αθηνών του 1833.

Σχέδιον Αθηνών εφαίνον την τε νέαν πόλιν το αρχαίον άστυ, συνοικίας, κωμας και πέριξ δήμους ως είχον το πάλαι και τους νεοτέρους. Γεωργιάδης, Αθανάσιος Σ. (νομομηχανικός), 1923, Αθήνα.

Η φωτογραφία που έγινε αφορμή αυτής της δημοσίευσης είναι από τη σελίδα Galatsi – Γαλάτσι μια σελίδα που ασχολείται με την ζωή της περιοχής.
Ένας νέος άνδρας και μια νέα γυναίκα το καλοκαίρι του 1943 κοιτάζουν στο άγνωστο σε μας βάθος του τοπίου. Βρίσκονται πάνω στα βράχια του Γαλατσίου, στα Τουρκοβούνια δηλαδή. Η ηρεμία του ενός και το χαμόγελο της άλλης επιδρούν ακόμα. Στο βάθος μπορούμε να δούμε εκτάσεις της τότε Αθήνας, γυμνές, άχρονες με αυτή την ομορφιά και ησυχία που τελικά αντανακλά στα πρόσωπα των δύο νέων. Εκείνο το καλοκαίρι φτάνει μέχρις εδώ, μπορεί κανείς να υποθέσει τον ήχο από τα τζιτζίκια; Μάλλον. Τα Τουρκοβούνια είχαν πυκνή βλάστηση πριν τον πόλεμο του ‘40 αλλά την περίοδο που βγήκε η φωτογραφία είχαν αρχίσει να απογυμνώνονται για να ζεστάνουν την κατοχική Αθήνα. Τώρα είναι καλοκαίρι βέβαια, γυμνός από την μέση και πάνω ο νέος άνδρας μάλλον έχει ζεσταθεί από την πορεία. Η στάση του έχει μια συστολή συγκινητική νομίζω. Αυτή η στάση μοιάζει να λέει κάτι περισσότερο και για την εποχή και για τη στιγμή.
Μπορούμε να σταθούμε για ώρα σ’ αυτή την φωτογραφία, δεν χρειάζεται να πούμε παραπάνω είναι αλήθεια. Αυτό είναι που μας απασχολεί στην “Επίσκεψη”, ενώ μιλάμε για κτήρια, δρόμους και πλατείες, σε ό,τι λέμε υπονοείται το εύθραυστο θαύμα της ανθρώπινης παρουσίας. Αυτό που δίνει νόημα στα πράγματα. Ταυτόχρονα είναι το πρώτο που ξεχνάμε όταν μιλάμε για πόλεις, τόπους, εποχές. Το σπουδαίο είναι παραδόξως αυτό το ασήμαντο υπόλοιπο που είναι η ίδια η ζωή, όλα τα υπόλοιπα είναι διαπραγματεύσεις της ισχύος. Τα δυό αυτά βλέμματα είναι ότι αξίζει, ότι υπάρχει και ταυτόχρονα… όχι, καθόλου.
Όμως θα ανοίξουμε λίγο την εικόνα στον χώρο και τον χρόνο ακριβώς για να φωτίσουμε αυτήν την, ήδη, τόσο φωτεινή εικόνα.
Το 1943 είναι καταμεσής της γερμανικής κατοχής. Εκείνη τη στιγμή. Τα μάτια αυτά που ανοίγουν στον άγνωστο χώρο, έχουν δει τους κατά χιλιάδες νεκρούς από την πείνα. Το 1943 είναι η χρονιά των μεγάλων αντιστασιακών “απεργιών” της Αθήνας. Η πρώτη ξεκινά στις 23 Φεβρουαρίου. Όταν βγαίνει η διαταγή του στρατηγού Σπάιντελ (Hans Speidel) για την “πολιτική επιστράτευση” των Ελλήνων. Οι κατοχικές δυνάμεις σκόπευαν να στείλουν κόσμο στη Γερμανία και ανά τη Μεσόγειο για να δουλέψει σε καταναγκαστικά έργα. Ξεκινούν αμέσως διαδηλώσεις στους δρόμους, χιλιάδες άνθρωποι φωνάζουν συνθήματα κατά της επιστράτευσης και “ψάλλουν” τον εθνικό ύμνο. Οι ταραχές εντείνονται κάθε μέρα. Πυρπολείται το Υπουργείο Εργασίας στη συμβολή Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας (εκεί είχε γίνει ο σχεδιασμός της επιστράτευσης).
Και σαν να μην έφτανε αυτό, στις 28 Φεβρουαρίου γίνεται η κηδεία του Κωστή Παλαμά, που μετατρέπεται σε μαζική αντικατοχική διαδήλωση. Η κοινωνία βγήκε στους δρόμους και διαπραγματεύτηκε με το σώμα της την απόφαση της κατοχικής κυβέρνησης. Απόφαση που ανακλήθηκε τελικά! Στην ιστορία του δευτέρου μεγάλου πολέμου το γεγονός αυτό έχει τεράστια σημασία και μοναδική ακτινοβολία. Και φωτίζει κάτι μάλλον απλό. Ο δημόσιος χώρος είναι η μήτρα της πολιτικής, όταν οι θεσμοί δεν λειτουργούν, όταν οι πολύπλοκες διαδικασίες αντιπροσώπευσης τελικά ακυρώνουν τη συμμετοχή, τότε η συζήτηση επανέρχεται στην αφετηρία της, στους δρόμους και τις πλατείες, στα μέρη που βρισκόμαστε μαζί. Κι αυτό ακόμα και σε στιγμές τόσο ακραίες όσο η Γερμανική κατοχή έχει αποδεδειγμένα αποτέλεσμα. Έτσι αναγκαζόμαστε να μην δεχόμαστε πως είναι “εκτροπή” μια σύγκρουση στους δρόμους αλλά το ύστατο και αμετάθετο θεμέλιο της πολιτικής διαδικασίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα υποχρέωση της ιδιότητας του πολίτη ο οποίος νοείται σε αντιδιαστολή με τον κατακριτέο στην αρχαιότητα “ιδιώτη” (που παραπέμπει στον idiot της αγγλικής γλώσσας ).
Και κάτι ακόμα. Η περιοχή, στην οποία δεν κοιτάζουν οι ήρωες της φωτογραφίας αλλά βλέπουμε εμείς στο φόντο, είναι η περιοχή της σημερινής λεωφόρου Πρωτοπαπαδάκη. Οι Γαλατσιώτες την γνωρίζουν. Το στερεότυπο αφήγημα για την Αθήνα λέει πως είναι μια θάλασσα από μπετόν και άλλες απαξιωτικές αφηγήσεις που μάλλον θέλουν συζήτηση. Στα χρόνια μετά την Κατοχή, τα χρόνια του εμφυλίου, η Αθήνα θα δεχτεί το δεύτερο μεγάλο κύμα νέων κατοίκων, το πρώτο ήταν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο Εμφύλιος πόλεμος θα διαλύσει σε μεγάλο βαθμό την ύπαιθρο. Μέχρι τότε οι πολυκατοικίες ήταν λίγες σχετικά, ξεκινώντας το 1917 άνθησαν από το 1930 και μετά. Ήταν προνόμιο των μεσαίων-ανώτερων αστικών τάξεων. Γι’ αυτό και η πρώτη πολυκατοικία, η οποία μάλιστα ήταν επταόροφη, κτίζεται στην πλατεία Συντάγματος!
Μα γιατί όμως να την προτιμήσει κανείς; Προσέφερε πολυτέλεια κατασκευής και πρωτόγνωρες για την εποχή ανέσεις. Σκεφτείτε μόνο την κεντρική θέρμανση, τα υδραυλικά, τους φροντισμένους κοινόχρηστους χώρους, την δήθεν υψηλή θέα που θα είχαν μόνο οι προνομιούχοι. Δείτε στην εικόνα μια από τις πρώτες πολυκατοικίες στην οδό Πατησίων (και Λασκαράτου) που προσπαθεί σήμερα ακόμα να συνδυάσει τον Νεοκλασικό ρυθμό με την αναδυόμενη πολυκατοικία.
Αυτή η απόπειρα σύνθεσης των δύο μοντέλων τελικά αναδεικνύει την επερχόμενη σύγκρουση τους και καταντά ειρωνική. Μετά από την κατοχή η πολιτική για την κατοικία αλλάζει. Η πολυκατοικία γίνεται λαϊκή. Πως κι έτσι; Η εξήγηση είναι γνωστή. Η κεντρική πολιτική της εποχής αποτυπώνεται στην περίφημη “Έκθεση Βαρβαρέσου” (1951) στην εισαγωγή της οποίας λέγεται ξεκάθαρα πως “η Ελλάς είναι και θα παραμείνει χώρα […] πτωχή” και κάπου αργότερα προσδιορίζει πως η οικοδομή αποτελεί ιδανικό τομέα επένδυσης γιατί έχει άμεση απόδοση και επίσης θα “επέφερε καίριον κτύπημα κατά των εν τη χώρα κομμουνιστικών επιδιώξεων”. Μια τρικυμία από πράγματα (κι άλλα εκτός από αυτά που αναφέραμε) ξεχύνονται από αυτή την “έκθεση” που ανακεφαλαιώνει την εξάρτηση της χώρας από την Αμερικανική πολιτική και την ασυδοσία των ελίτ της εποχής, η σκέψη αυτών που κυβέρνησαν τότε είχε συνέπειες που βαραίνουν σήμερα ακόμα συντριπτικά. Παράλληλα όμως, αυτή η “έκθεση” δείχνει πως το συμφέρον μπερδεύεται με τις πεποιθήσεις και τις αξίες, δείχνει, τέλος, με τρόπο θλιβερό πόσο φοβισμένη και φτωχή σε ελπίδα ήταν μια κρίσιμη μερίδα του πληθυσμού.
Αλλά που φτάσαμε αλήθεια; Όλα αυτά γιατί ένα κορίτσι κι ένα αγόρι κοιτάζουν κατάματα το φως του καλοκαιριού. Κι ενώ οι μάχες μαίνονται, ο θάνατος μοιράζεται απλόχερα, η αδικία βαθαίνει, οι άνθρωποι αυτοί, οι γονείς μας και οι παππούδες μας, κοιτάζουν όχι μόνο το υπόλοιπο τοπίο αλλά και τον υπόλοιπο χρόνο, κοιτάζουν προς το μέλλον του τόπου, της φιλίας τους, της υπόλοιπης μέρας, του κόσμου ολάκερου. Και είναι αυτή η προοπτική των πραγμάτων παρούσα πάντα. Σε μια πόλη και μιαν εποχή βαθιά τραυματισμένη αυτή η προοπτική υπάρχει ίσως ακόμα περισσότερο και σε αυτό το σημείο δεν απέχουμε πολύ από αυτούς τους νέους.

Φωτογραφία του Paul Almasy, Αθήνα, 1950.
O νέος της φωτογραφίας φορά κοντά παντελόνια, το 1950 το πέρασμα στην ενήλικη ζωή γινόταν σε μεγάλο βαθμό με τα “κανονικά” πανταλόνια. Ο νέος αυτός πιθανά ονειρεύεται ταξίδια και η βιτρίνα έχει πολλά να του προτείνει. Είναι ενδιαφέρον πως η κεντρική πινακίδα του μαγαζιού δεν απευθύνεται σ’αυτόν αλλά αυτό είναι μάλλον λογικό. Εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα είναι ένας χώρος που υποδέχεται ταξιδιώτες και στέλνει μετανάστες.
Γύρω από την φωτογραφία υπάρχει η μετεμφυλιακή Ελλάδα, ένα ρημαγμένο τοπίο φτιαγμένο από άλυτα διλήμματα και ακατανόητες, για μας, “αυτοκαταστροφικές” εμμονές οι οποίες κατέτρωγαν ακόμα τα σωθικά της κοινωνίας. Πόσο μακριά είμαστε και πόσο αγνοούμε την ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης είναι εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς πως ο νέος της φωτογραφίας έχει την ηλικία του πατέρα μου. Αλλά η μετεμφυλιακή Ελλάδα είναι μία εκδοχή της μεταπολεμικής Ευρώπης, Η Ευρωπαϊκή Ιστορία γεννά την Ελλάδα εκείνης της εποχής και η Ευρώπη είναι το πλαίσιο που γίνεται κατανοητή. Με άλλα λόγια αυτή η εποχή μοιάζει ακατανόητη ειδικά όταν ξεχνάμε πως από αυτήν την Ευρώπη εξηγείται και αυτήν την Ευρώπη εξηγεί, δεν αποτελεί κάποιο τοπικό μυστήριο. Η Ευρώπη, όπως έχει ειπωθεί, κόντεψε να αυτοκτονήσει και είναι γεμάτη ερείπια, όχι μόνο κτηρίων αλλά και ψυχών. Η Ελλάδα εκείνης της εποχής, είναι πιο πλούσια σε πολιτισμικά υλικά, η ύπαιθρος, το περιθώριο της, έχει ακόμα περιοχές με αρχέγονη κουλτούρα, παραδοσιακές μικροκοινωνίες που οι “Αθηναίοι”, οι Αθηναίοι αστοί συντηρητικοί ή προοδευτικοί, βλέπουν με συγκατάβαση. Αλλά όλα έχουν τραυματιστεί. Έξω από την φωτογραφία και μέσα στις καρδιές των ανθρώπων υπάρχει από την μια επιθυμία όλα να ξεχαστούν και από την άλλη πίκρα από τους ηττημένους και φόβος από τους νικητές, φόβος πως η νίκη τους δεν είναι “τελειωτική”, φόβος που ολοκληρώνεται με την δικτατορία των συνταγματαρχών.
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Nulla metus nulla, ultricies eget felis vel, tincidunt venenatis erat. Vestibulum tempus turpis ac velit interdum ullamcorper. Maecenas pharetra sapien eu tortor fermentum, ac ornare nisl vulputate. Maecenas auctor eget lorem id iaculis. Nulla ullamcorper purus mauris, non maximus diam tristique vel. Fusce et nisl dui. Quisque gravida nisl quis odio scelerisque, nec vulputate neque rutrum. Orci varius natoque penatibus et magnis dis parturient montes, nascetur ridiculus mus. Donec vitae sapien quam.
Nam vitae ullamcorper ligula, sed accumsan ex. Integer eget posuere turpis. Nullam massa orci, pellentesque quis urna a, tincidunt interdum tortor. Aenean vitae mi ut erat efficitur sollicitudin. Nulla ac placerat purus. Phasellus ac quam sit amet ex pharetra semper eget non erat. Quisque condimentum, massa eu ornare vehicula, ligula leo consequat lectus, vel malesuada dui nibh et diam. Etiam finibus condimentum laoreet. Nullam sit amet nisi vel nibh interdum ultricies.
Aenean bibendum, nibh ultricies laoreet maximus, quam neque finibus mauris, a porta lorem nisi vitae nulla. Suspendisse cursus feugiat augue, in molestie mi posuere nec. Pellentesque interdum porttitor ipsum ut interdum. Mauris ut quam eget orci faucibus aliquam quis venenatis dolor. Duis ac accumsan tortor, eu pellentesque enim. Vivamus nec vulputate ligula. Curabitur sollicitudin ipsum vitae turpis mattis finibus. Pellentesque eu nunc egestas sem faucibus pulvinar at vitae ante.
Curabitur in ligula eget magna volutpat efficitur sed ac arcu. Mauris dui augue, aliquam id iaculis id, convallis suscipit nulla. Praesent urna ante, bibendum ut mattis nec, pharetra et quam. Curabitur nec massa nulla. In volutpat mi ac cursus semper. Phasellus eleifend faucibus auctor. Proin at iaculis dui. Nullam ac erat magna. Aliquam mollis fringilla pharetra. Nulla at mattis mauris.
Nullam elementum eget est eget eleifend. Mauris id euismod dolor. Pellentesque malesuada quis odio vel condimentum. Nam dignissim augue ipsum, a accumsan odio tristique at. Duis eu leo nisl. Praesent bibendum pellentesque hendrerit. Sed sit amet pulvinar mauris, a pellentesque elit. Duis ut mollis leo.

Ρωμαϊκή Αγορά – ανατολικό πρόπυλο από τον ιστότοπο: “Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών”.
Η Πόλη σηκώνεται, οι όρθιες πέτρες μοιάζουν σα μαριονέτες που τις παίζει ο χρόνος ή η Ιστορία. Κι όταν το δεις μετά σου φαίνεται πως όλα, και τα κτήρια και οι άνθρωποι είναι το ίδιο. Η πόλη σηκώνεται μέσα από το χώμα ή συνεχίζεται κάτω από το χώμα, μας κοιτάζει μέσα από εκεί και προκαλεί ανάμεικτα αισθήματα. αμηχανία μαζί με γοητεία. Η εποχή μας δεν διαφέρει από τις άλλες: τα υλικά του μέλλοντος είναι ήδη εδώ. Γι’ αυτό δεν υπάρχει παρελθόν που να μη μιλάει από τη μεριά του μέλλοντος…
Η “Επίσκεψη” ξεκίνησε σαν μια διαδρομή και σιγά σιγά γίνεται ένας “χώρος” να συναντιόμαστε εμείς και να συναντούμε και την πόλη. Σ’αυτόν τον χρόνο έγιναν ήδη κινήσεις που ανοίγονται πέρα από την Αθήνα, μιλήσαμε ή κάναμε εργαστήρια σχετικά στην Αγγλία, στην Μολδαβία στη Νορβηγία και ξεκινάμε και σε άλλες πόλεις. Αλλά η Αθήνα είναι στην καρδιά μας… Μια πόλη που πολλοί την αγαπούν μόνο για τα ερείπια της. Ερείπια που μοιάζει να αξίζουν περισσότερο από την ζωντανή πραγματικότητα μας. Η απάντηση μας σε αυτή την παρεξήγηση δεν είναι να εγκαταλείψουμε την μελέτη των ερειπίων αλλά να βουτήξουμε μέσα τους ακόμα περισσότερο. Σε κάποιο σημείο το παρελθόν μοιάζει να προσπαθεί να μιλήσει αλλά τελικά όσο περισσότερα λέει τόσο περισσότερο σιωπά. Ήταν και παραμένει σε κίνηση, ένα εργοτάξιο, πάντα ανολοκλήρωτο.
Το 1919 ο Frédéric Boissonnas φωτογράφιζε μια από τις κόρες της Ακρόπολης σαν παρουσία, όχι σαν τεκμήριο ή τέχνεργο. Σα μια γυναίκα που χάνεται, αποσύρεται. Πολλές αναγνώσεις και προβολές μπορεί να κάνει κανείς πάνω σ’ αυτή την εικόνα, σ’ αυτή τη γυναίκα όπως μοιάζει να φεύγει χωρίς να πηγαίνει πουθενά. Μήπως δεν χάνεται αυτή; Μήπως εμείς την χάνουμε;
Μια Νοσταλγία τυλίγει το παρελθόν και την Ιστορία, ακόμα και των δύσκολων εποχών, μια διαστροφή σχεδόν μας σπρώχνει ακόμα και σε εποχές τρομακτικές που θα θέλαμε όμως να καταλάβουμε, να μην αδικήσουμε και βεβαίως να μην πάρουμε λάθος διδάγματα.
Η κόρη φεύγει. Από το 1919 ασταμάτητα. Και είτε είναι η Αρχαιότητα η εξιδανικευμένη, είτε είναι η εξιδανικευμένη (πάλι) Ευρώπη που φεύγει καταλήγει στο ίδιο και μας αφήνει να δούμε πως ο Ευρωκεντρικός κόσμος είχε έναν επαρχιώτικο αυτοερωτισμό που τώρα ταπεινώνεται (μόλις έχει τελειώσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος το 1918). Και αυτή η συντριβή επιτρέπει στην Ευρώπη να βρει την πολύτιμη σοφία της που τώρα, ναι τώρα, μπορεί να αγκαλιάσει. Στην ουσία δεν θα ήταν άδικο να προτείνουμε πως αυτό που φεύγει εκείνη την εποχή από την Ευρώπη είναι το προσωπείο που χτίζεται μεταξύ άλλων και με “αρχαία ελληνικά” υλικά. Και ενώ ο δεύτερος “Παγκόσμιος” απλώς ολοκληρώνει την διαδικασία το κακό έχει ήδη γίνει.
Στο “Μετρόπολις” του Fritz Lang (1927) έχει ήδη περιγραφεί το “άλλο” πρόσωπο” της ωραίας κόρης που νομίζει πως είναι η Ευρώπη. Μια ταινία που παρουσιάζει πως μια μηχανή μετρά και αντικαθιστά τον άνθρωπο και μαζί με τον άνθρωπο και τα ιδεώδη που νομίζουμε πως υπηρετεί. Κι αυτή η μηχανή είναι πολύ εκλεπτυσμένη και δεν μοιάζει καν με μηχανή. Και δεν είναι μόνη της έχει από πίσω ανθρώπους με πάθη και συμφέροντα.
Σαν να μην έφταναν, δε, όλα αυτά, τα πράγματα είναι ακόμα πιο πολύπλοκα (ή μήπως όχι; ) διότι πάντα υπάρχει κάπου και η αγάπη ή τουλάχιστον η δίψα για την αγάπη. Δεν ξέρω τι είναι αγάπη, αυτό που ξέρω με βεβαιότητα όμως είναι πως δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτήν την ταινία για πλάκα και πως αν δεν της δώσουμε μια θέση θα επιστρέψει με τρόπο απωθημένο, στρεβλό και επικίνδυνο.
Η στιγμή που η Ευρώπη ομολογεί την στρέβλωση στην οποία θεμελιώνεται δεν είναι μόνο καταστροφή, είναι και επίτευγμα.
Η ακμή της ισχύος είναι συχνά η παρακμή άλλων πραγμάτων, της δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας για παράδειγμα.
Και η παρακμή της ισχύος αντίστοιχα μπορεί να είναι η στιγμή που όλοι περιμέναμε, η στιγμή που μπορούμε σχεδόν να σταθούμε έξω από την ιστορία και να αντικρίσουμε τον χρόνο με διαύγεια, με απόσταση που επιτρέπει να τον φανταστούμε κιόλας.
Τι να σκέφτεται η Βρετανή κυρία που πίνει τσάι πάνω στο γκρεμισμένο Λονδίνο μετά το Blitz (επίθεση αστραπή) του 1941-42;
Αλήθεια τι συνέβη μετά από αυτό το φλιτζάνι τσάι;
Το 1423 γεννιέται στην Αθήνα ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, γόνος αρχοντικής αθηναϊκής οικογένειας με λόγια παράδοση. Το 1449 φτάνει στη Ρώμη και ξεκινά την μεγάλη του σταδιοδρομία σαν καθηγητής αλλά και μεταφραστής. Δίδαξε στα Ιταλικά πανεπιστήμια περισσότερο από κάθε Έλληνα λόγιο εκείνη την εποχή (και ήταν πολλοί): 9 τουλάχιστον στην Πάδοβα, 16 στην Φλωρεντία και 20 σχεδόν στο Μιλάνο. Η παρουσία του είναι καθοριστική. Είναι αυτός που ξαναφέρνει το Ομηρικό κείμενο στην Δύση, το Δεκέμβριο του 1488 στη Φλωρεντία. Μεταφράζει μεταξύ άλλων και το Λεξικό του “Σουίδα” (10ος αιώνας) θεμελιώδη πηγή για την ιστορία των κλασσικών κειμένων.
Ο Χαλκοκονδύλης προάγει την μελέτη του Πλάτωνα, κρίσιμη αναφορά στην αυλή των Μεδίκων που φαντασιώνεται πως πραγματώνει την Πλατωνική “Πολιτεία”. Επίσης είναι στο Μιλάνο την ίδια εποχή με τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι και άλλους ονομαστούς της εποχής. Στον πίνακα του Domenico Ghirlandaio με τίτλο: “Ο προφήτης Ζαχαρίας στο Ναό” παρουσιάζονται κάτω αριστερά τέσσερις “σοφοί”, ένας απ’ αυτούς είναι πιθανότατα ο Δημήτριος. Για να διευρύνουμε λίγο το πεδίο να πούμε πως ο αδελφός του Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, είναι πολύ σπουδαίος ιστορικός και έχει χαρακτηριστεί ο τελευταίος ελληνόφωνος ιστορικός της μεγάλης παράδοσης που συνέχισε αδιάλειπτα από την αρχαιότητα. Αλλά… όλα αυτά τα κάπως βαρύγδουπα έχουν τελικά κάποια σημασία;
Στην Αθήνα, λοιπόν, υπήρχε σε σημείο κεντρικό ένα σημάδι της μεγάλης αυτής οικογένειας, ο ναός της οικογένειας Χαλκοκονδύλη, οι Άγιοι Ασώματοι στα σκαλιά. Ναός που χτίστηκε το 1295 και ακουμπούσε, “έγερνε” σχεδόν, πάνω στην πρόσοψη της βιβλιοθήκης του Αδριανού, σε σημείο που όλοι έχουμε περάσει, πολυσύχναστο. Τα μέλη της οικογένειας θάβονταν εκεί. Βρέθηκαν 11 χτιστοί τάφοι στο εσωτερικό του. Αυτός ο ναός καταστράφηκε τον 19ο αιώνα, ας πούμε για να το κάνουμε πιο κατανοητό πως καταστράφηκε από το νέο Ελληνικό κράτος και μαζί μ’αυτόν το ναό εξαφανίστηκε πλήθος συνδέσεων και εννοιών. Το σύμπλεγμα των Αγίων Ασωμάτων με το Τζαμί του Τσιζδαράκη και την πρόσοψη της Βιβλιοθήκης του Αδριανού θα μιλούσε με τρόπο πολύ ολοκληρωμένο για την Δύση και την Ανατολή, για την σχέση του Ρωμαϊκού κόσμου με τις επόμενες εποχές και πολιτισμούς, για την κατασκευή του “Μεσαίωνα”, για την κατασκευή της “Αναγέννησης” ως κάτι “εξαίρετο” κ.ο.κ. Θα μιλούσε για σχέσεις που εξαφανίστηκαν συστηματικά ακριβώς για να μιλήσουμε για μια “συνέχεια” μεν αλλά πολύ συγκεκριμένη και αποκλειστική. Μια “συνέχεια” που εξαφάνιζε κάθε “άλλη” συνέχεια. Ήταν η συνέχεια όπως την αφηγούνταν η Δυτική Ευρώπη εκείνα τα χρόνια. Όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο αυτή είναι η Ιστορία της Αθήνας η Ιστορία μιας αφήγησης όπου η συνέχεια και η ασυνέχεια υπάρχουν ταυτόχρονα. Και με κάποιο τρόπο η καταστροφή και η απουσία “του Αρχάγγελου στα σκαλιά” (όπως αλλιώς λεγόταν εννοώντας τον Αρχάγγελο Μιχαήλ ειδικά), αυτή η απουσία είναι ακόμα πιο πλούσια σε πληροφορία και αυτό το κενό στον χώρο αντί να αφαιρεί προσθέτει μιαν ακόμα ενδεικτική σελίδα στην ιστορία αυτής της πόλης. Η Ευρώπη μιλά για τον εαυτό της στην οδό Άρεως. Γείρετε το κεφάλι να ακούσετε καθώς ανεβαίνετε προς την Ρωμαϊκή αγορά…
“εις αυτούς τους λίθους χρεωστούμεν κατά μέγα μέρος την πολιτική ημών αναγέννησιν”.
Η φράση αυτή ακούγεται στην Ακρόπολη το 1838. Την λέει ο πρώτος πρόεδρος της “Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας” Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός. Και μάλλον δεν λέει ψέμματα. Η Ευρώπη δεν κάνει χάρη στην Ελλάδα, για κάποιον λόγο αυτές οι πέτρες είναι χρήσιμες.
Σε λίγες μέρες εορτάζουμε εθνικά και σύσσωμα την 25η Μαρτίου, την έναρξη της Επανάστασης του 1821, που ξεκίνησε δεκαεφτά χρόνια πριν την δήλωση του “Ιακωβάκη” Ρίζου-Νερουλού. To 1821, από την άλλη, εκδίδει στο Λονδίνο ο Εδουάρδος Ντόντγουελ τις εικόνες από τα ταξίδια του στην Ελλάδα και μεταξύ άλλων μας δείχνει την προεπαναστατική Ακρόπολη γεμάτη κτήρια. Το 1838 (όταν αγορεύει ο Ρίζος-Νερουλός) η Ακρόπολη έχει ήδη αλλάξει για πάντα. Αγνώριστη δεν έχει πια όλα εκείνα τα ενθύμια των εποχών και των ανθρώπων που πέρασαν. Γυμνή αναζητά, τί άλλο, τον 5ο αιώνα π.Χ. όπως τον φαντάζεται η Ευρώπη και τα φωτισμένα έθνη. Εάν, όμως, χρωστάμε στις πέτρες την ανεξαρτησία δεν την χρωστάμε στους άνδρες και τις γυναίκες που έχυσαν αίμα και δικό τους αλλά και άλλων (ειδικά το δεύτερο δεν είναι απλή υπόθεση). Η δήλωση αυτή κρύβει μια μεγάλη σύγκρουση, υποβαθμίζει τους “αγωνιστές” και τελικά εκτοπίζει όλους τους “παλαιοελλαδίτες” από την γενική εικόνα.
Ας δούμε τώρα μιαν άλλη πτυχή. Ο Εθνικός ύμνος γράφτηκε το 1823, 15 χρόνια πριν τον Ρίζο-Νερουλό και μιλάει για μιαν ελευθερία που ήρθε “απ’ τα κόκαλα βγαλμένη”, όχι από τις πέτρες. Έχει κι ο Διονύσιος Σολωμός κάποια δίκια. Από την μια, οι πέτρες είναι τα κόκαλα μιας εποχής, ανθρώπινης, είναι τα κόκαλα μιας πόλης. Αλλά από την άλλη οι άνθρωποι πλέον έχουν χάσει σε σημασία, πολύ. Στις εικόνες των ερειπίων μετά την Επανάσταση βλέπουμε όλο και λιγότερο τους ανθρώπους. Οι γκραβούρες είχαν κάπου κάποιον άνθρωπο. Δείτε τη γκραβούρα από το Θησείο, αποδίδεται στον John Tweddell που πέθανε στην Αθήνα, 30 χρονών και τάφηκε… στο Θησείο. Ένα κάπως μακάβριο καθρέφτισμα της ζωής και του θανάτου. Αντίθετα από τις γκραβούρες, στις φωτογραφίες (η φωτογραφία εφευρίσκεται λίγο μετά την “Επανάσταση” το 1826) ο άνθρωπος τείνει να εξαφανιστεί. Και τι μαγικές αυτές οι τόσο έρημες εικόνες! Εδώ βλέπετε μια εικόνα του Jakob August Lorent του 1862. Και μια άλλη που δεν βρήκαμε τον “δημιουργό” της, μεταγενέστερη, που ενώ έχει μια μπουγάδα, σημάδι παρουσίας ανθρώπινης, τελικά κάνει αυτή την αντίθεση περισσότερο έντονη. Εκκωφαντική. Δεν υπάρχουν άνθρωποι( ; ).
Εν τω μεταξύ η γοητεία και η σημασία της πέτρας δεν παύει. Στα 1954 με 1957 ο Δημήτρης Πικιώνης διαμορφώνει τον χώρο γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο του Φιλοπάππου, το βασικό του υλικό είναι οι πέτρες. Τις διαλέγει όπου τις βρει, πολλές είναι από τα νεοκλασικά που γκρεμίζονται εκείνη την εποχή. Με τις πέτρες φτιάχνει κάτι σαν παρτιτούρα του βλέμματος, κάτι σαν τοπίο, ένα πέτρινο νερό, μια αρχιτεκτονική ζωγραφιά, κάτι βαρύ κι ανάλαφρο, κάτι παλιό και νέο, κάτι φιλόξενο που δε μένει μέσα σε χώρους κλειστούς, όπως δηλαδή μπήκαν οι παλιές “πέτρες” σε αρχαιολογικούς χώρους. Μας φωνάζει να το περπατήσουμε και να το δούμε ταυτόχρονα, σε αντίθεση με τα μνημεία που ήταν μόνο για να τα κοιτάζουμε. Οι πέτρες μπερδεύονται πάλι, μεταξύ τους και με τους ανθρώπους. Χωρίς να εκβιάζουν κρύβουν στοχασμό και συγκίνηση αλλά μόνο αν και όταν το θέλει ο περαστικός, ο άνθρωπος δηλαδή.
Για το νήμα που ακολουθεί η “Επίσκεψη” το 1821 είναι ίσως η κεντρική ημερομηνία μιας διαδρομής που πάει πέρα από τον 19ο αιώνα μέχρι τους μυθικούς χρόνους και ταυτόχρονα προς το μέλλον. Σε μέρη που όλα γίνονται θολά εκ των πραγμάτων, αλλά δεν χάνονται τελείως ποτέ. Ακόμα κι αν το μόνο που μένει είναι μια απορία, ή μια νοσταλγία. Αυτή η νοσταλγία όμως κρύβει, πέρα από συναισθήματα, πραγματικές και επίκαιρες αναζητήσεις.Τα συναισθήματα δεν είναι το αντίθετο της λογικής αλλά το ξεκίνημα και το τέλος της.
Σ’ αυτά τα μέρη οι πέτρες δεν είναι πέτρινες, είναι σύμβολα, είναι για να τις κοιτάζουμε, είναι ιστορίες, μηχανές που οργανώνουν τον κόσμο, σου δίνουν και σου παίρνουν το δικαίωμα να μιλήσεις, μοιάζουν να ανταγωνίζονται τους ανθρώπους. Ίσως μπορούμε να πούμε πως είναι πολεμοφόδια σε μια μάχη πολιτικής επικράτησης, όπλα κάποιων ανθρώπων εναντίον άλλων ανθρώπων οι οποίοι όμως δεν τις πετάνε στους εχθρούς τους. Μόνον τις δείχνουν!
Η Αθήνα παλεύει με τις πέτρες της. Υπάρχουν φορές που αυτές οι πέτρες ξαναβρίσκουν την αθωότητά τους, στέκουν δίπλα για να καθίσεις, σου μιλάνε απλά για αυτούς που δεν είναι πλέον εδώ, γυαλίζουν στον ήλιο και παγώνουν στο κρύο, είναι πέτρινες και μπορείς να τις αγγίξεις.
Η Αθήνα μιλά, για τους ισχυρούς που πέρασαν λέει πως είναι ανίσχυροι μπροστά στο χρόνο και πως υπάρχει πάντα σε αυτή την μάχη για την ισχύ ένα υπόλοιπο που μένει, αυτό το υπόλοιπο είμαστε εμείς.

J. C. Hobhouse, A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810, Λονδίνο, 1813.

Edward Dodwell, Acropolis views in Greece 1821, Travellings to Athens.
Σήμερα είναι ταιριαστό να επανέλθουμε σε ένα από τα πλέον αντιφατικά θέματα, στην Ιστορία της Αθήνας ως ασήμαντο χωριό. Ξανά και ξανά ακούμε πως η Αθήνα ήταν ένα χωριό… Παρά το γεγονός πως αυτή η “άποψη” συστηματικά καταγγέλλεται ως ψέμα:
“Αποτελεί κοινό τόπο της ιστοριογραφίας για την Αθήνα των νεωτέρων χρόνων, η επισήμανση της ασημαντότητάς της, προτού επιλεγεί ως πρωτεύουσα του ελευθέρου κράτους· λόγου χάριν: «Όταν έγινε η επιλογή της ως Πρωτεύουσας, η Αθήνα ήταν ένα χωριό 4.000 κατοίκων και ο Πειραιάς μια ασήμαντη ιχθυόσκαλα»· «Ήσαν δε τότε [1834] αι Αθήναι κωμόπολις 10 ή 12.000 κατοίκων, πλήρης ερειπίων, ολίγας οικίας παρά τους πρόποδας της Ακροπόλεως έχουσα». Αυτές είναι κάποιες χαρακτηριστικές φράσεις, με κλιμακούμενες αποχρώσεις αυτής της αντίληψης.
Εντούτοις, οι μαρτυρίες της εποχής υποδηλώνουν ότι αυτή η εντύπωση δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. «Η Αθήνα η πόλις» αποτελεί το σκηνικό των ενθυμημάτων του Παναγή Σκουζέ «από τα 1788 έως τα 1796», ενώ την γενέθλια «πολιτεία των Αθηνών» επισκέπτεται ο Παναγιώτης Κοδρικάς στα 1789. Φτάνοντας με τον Λόρδο Βύρωνα στην Αθήνα το 1810 ο Βαρώνος Hobhouse και ακούγοντας τον οδηγό τους να λέει «αφέντη, να η χώρα», νόμιζε ότι άκουσε «να το χωριό»· αλλά «έκπληκτοι είδαμε σε μια πεδιάδα, σε μεγάλη από μας απόσταση, μια μεγάλη πόλη γύρω από ένα περίοπτο ύψωμα, πάνω στο οποίο μπορέσαμε να διακρίνουμε κάποια οικοδομήματα, και πέραν αυτής της πόλεως, τη θάλασσα».
Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Αθήνα όχι μόνο παρέμεινε πόλη, αλλά παρέμεινε σταθερά η μεγαλύτερη πόλη της Στερεάς Ελλάδας, ακολουθούμενη από τη Θήβα, τη Λιβαδειά, τη Λαμία, την Αταλάντη, τα Σάλωνα και, αργότερα, το Μεσολόγγι, ενώ παρουσίασε μια αισθητή γεωγραφική επέκταση, εκτός των μεσαιωνικών της ορίων. Έδρα Μητρόπολης καθώς και Οθωμανικού Κάζα, ανέπτυξε την ειδίκευσή της σε μια σειρά από δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα, όπως η βιοτεχνία μεταξωτών υφασμάτων, η σαπωνοποιία και η βυρσοδεψία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν τον Οκτώβριο του 1833, συντάσσεται ο κατάλογος των προς απαλλοτρίωση κτιρίων, χάριν ανασκαφών, καταγράφονται 400 σπίτια, 7 φούρνοι και 103 εργαστήρια, μεταξύ των οποίων 2 ελαιοτριβεία και 2 σαπουντζίδικα, μόνο στην περιοχή την οριζόμενη από τις κατοπινές οδούς Ηφαίστου, Μητροπόλεως, Νίκης, Αμαλίας και Λυσικράτους, δηλαδή στο ήμισυ περίπου της παλαιάς πόλης5. Αλλά και πέραν της Στερεάς, η Αθήνα ανήκε στην κατηγορία των σημαντικών βαλκανικών πόλεων. Κατά τις παραμονές της Επανάστασης, συγκαταλεγόταν στην πρώτη δεκάδα των πόλεων της Νότιας Βαλκανικής, μετά την Κωνσταντινούπολη, την Αδριανούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, τις Σέρρες, τη Λάρισα, την Τρίπολη και την Πάτρα. Κατατασσόταν στην ίδια σειρά με το Αργυρόκαστρο, ενώ άφηνε πίσω ονομαστές πόλεις, όπως τη Βέροια, το Μοναστήρι, το Άργος και το Ναύπλιο, την Καστοριά, το Μπεράτι και την Άρτα”
Αυτά τα γράφει ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Ιστορικός του Ινστιτούτου Νεοεληνικών Ερευνών στο site “Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών” μια πολύτιμα εύχρηστη και αξιόπιστη πηγή για τα μνημεία της Αθήνας.
Δεν είναι ο μόνος.
Η διαπίστωση πως η Αθήνα ήταν πάντα μια σημαντική πόλη, όμως, γεννά ένα άλλο ερώτημα: Γιατί επαναλαμβάνεται με τόση επιμονή πως ήταν χωριό;
Το θέμα δεν είναι η Αθήνα, ποτέ δεν ήταν το θέμα η Αθήνα, αλλά το τι σημαίνει η Αθήνα για την Ευρωπαϊκή και τελικά παγκόσμια Ιστορία. Τι φωτίζει η μελέτη αυτής της περίφημης πόλης για το πέρασμα των εποχών και των πολιτισμών, για το πέρασμα των ανθρώπων;
____________
Η πρώτη εικόνα στο παραπάνω άρθρο του κ.Καλλιβρετάκη έχει την εξής λεζάντα “Άποψη της πόλης των Αθηνών, σε πίνακα του Richard Temple, όπως την αντίκρισαν ο λόρδος Βύρωνας και ο βαρώνος Hobhouse το έτος 1810. Στο αριστερό άκρο της εικόνας διακρίνεται η Πύλη του Αδριανού και στο δεξιό το Θησείο. Σε πρώτο πλάνο αριστερά, η ρεματιά που αργότερα εξελίχθηκε στις οδούς Δημοκρίτου-Βουκουρεστίου (Πηγή: J. C. Hobhouse, A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810, Λονδίνο 1813).”
Η δεύτερη εικόνα του Edward Dodwells εκδίδεται ακριβώς το 1821 και απεικονίζει την Αθήνα λίγα χρόνια πριν τη στιγμή της μετάβασης από μια πόλη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. (Edward Dodwell, Acropolis views in Greece 1821, Travellings to Athens).
Πριν ευχηθούμε “Καλό Πάσχα” να κάνουμε μια σχεδόν χαζή ερώτηση;
Τι σημαίνει γιορτή; Μπήκαμε στην “Μεγάλη Εβδομάδα” που καταλήγει στο Πάσχα. Την μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου. Γιορτή. Μια στιγμή που συντονίζει την κοινωνία. Οι γιορτές, άσχετα από το περιεχόμενο τους, δημιουργούν ξανά και ξανά ένα “εμείς” και μαζί μ’αυτό την δυνατότητα να οραματιζόμαστε συλλογικά και να συνεννοούμαστε.
Μια κοινωνία καθρεφτίζεται στις “γιορτές” της.
Μπορούμε να πούμε πως η Επίσκεψη ασχολείται όχι με την Αθήνα αλλά με τους πολιτισμούς που πέρασαν από την Αθήνα. Η λέξη πολιτισμός είναι δύσκολο να εξηγηθεί γιατί είναι κάτι διάχυτο, ένα ήθος θα έλεγε κάποιος ή ένας τρόπος να είμαστε μαζί. Όπως και να χει είναι ένα πλούσιο πλέγμα συσχετισμών, ιστοριών και απόψεων, τελετών και συνηθειών. Όλοι οι πολιτισμοί είναι σημαντικοί γεμάτοι πλούσιες έννοιες και συνδέσεις που εύκολα μας διαφεύγουν. Συνδέσεις που πάνε μακριά στον χώρο και τον χρόνο.
Xτές εορταζόταν η Κυριακή των Βαΐων. Η Είσοδος του “Λόγου” στα Ιεροσόλυμα με ένα γαϊδουράκι. Η παράδοση λέει πως όταν ο Βασιλιάς του Ισραήλ έκανε περιοδεία αν καβαλούσε άλογο μάζευε στρατιώτες για τον πόλεμο αν καβαλούσε γαϊδούρι έκανε επίσκεψη ειρήνης. Η είσοδος λοιπόν του “Βασιλιά του Ισραήλ”, όπως τον ζητωκραυγάζουν πρώτα τα παιδιά, είναι σημάδι ειρήνης και τελικά δίνει χρόνο στους ανθρώπους αντί να τους παίρνει. Η τοιχογραφία από την Ισπανία του 11ου αιώνα (από το San Baudelio de Berlanga) δείχνει τους μαθητές να ακολουθούν σα να χορεύουν όλοι μαζί σφιχτά-σφιχτά, με τα πέλματα συντονισμένα σε χορό συρτό. Το είπαμε άλλωστε, είναι γιορτή. Η πόλη έχει το ύψος των παιδιών και από τους μεγάλους βλέπουμε μόνο κάτι κεφαλάκια χωμένα, σχεδόν χαμένα, ανάμεσα στα κτήρια. Οι μικροί είναι μεγάλοι. Οι μεγάλοι είναι κεφάλια ασώματα.
Τώρα πορευόμαστε προς το Πάσχα. Το όνομα παράγεται από το εβραϊκό “Πεσάχ”. Σημαίνει “Έξοδος” αλλά και “Πέρασμα”. Είναι η έξοδος του λαού του Ισραήλ στην έρημο, μακριά από την αιχμαλωσία της Αιγύπτου. Το Πάσχα των Χριστιανών διατηρεί μια (διαλεκτική όπως λέμε) σχέση διαφοράς και ομοιότητας, συνέχειας και ασυνέχειας, με την γιορτή του Πεσάχ, συντηρεί ένα διάλογο ήδη με το όνομα του.
Για τον εβραϊκό λαό η έξοδος στην έρημο είναι η στιγμή που γεννιέται ο λαός του Ισραήλ και ξεκινά την Ιστορική του πορεία. Ο εαυτός δεν βρίσκεται πίσω αλλά μπροστά, είναι μια “έξοδος”, τον αναζητούμε, με μια πράξη τολμηρή και αβέβαιη. Ας έχουμε στο νου μας πως παρά το συντηρητισμό που εύλογα έχει ο βαθιά ριζωμένος στους αιώνες εβραϊκός κόσμος αυτός ο συμβολισμός είναι μια ακλόνητη πηγή έμπνευσης, ένα ανεξάντλητο δυναμικό. Ο εαυτός είναι κάπου εκεί έξω.
Τέλος, το γεγονός που εορτάζεται είναι έντονα ιστορικό και κοινωνικό. Πρωτίστως αφορά την ζωή της κοινότητας και την μοίρα του λαού. Το άζυμο ψωμί, σαν τεράστιο κρακεράκι, είναι ακριβώς σύμβολο της βιαστικής αναχώρησης στην έρημο. Αυτό το ψωμί κρατάνε επιδεικτικά το 1947 ορφανά εβραιόπουλα, κάπου στην μεταπολεμική Γαλλία. Ακόμα και σήμερα, οι εορτάζοντες συνηθίζουν να φοράνε ρούχα σαν να είναι έτοιμοι για ταξίδι και κάποιοι ετοιμάζουν και τις βαλίτσες τους. Αυτός ο αποχαιρετισμός είναι βαθιά συγκινητικός και στο νου, παραδείγματος χάριν, ηλικιωμένων ανθρώπων σίγουρα κάτι λέει για το πόσο περαστικοί είμαστε ούτως ή άλλως από την ζωή. Μεμέντο μόρι, «θυμήσου το θάνατο», έτσι λέγονται οι εικόνες σαν αυτή από την Via Appia στη Ρώμη με ελληνική επιγραφή, χρονολογείται από τον 1ο μ.Χ. αιώνα.
Στην πίστη των Χριστιανών, πάλι, η έννοια της απελευθέρωσης παραμένει σημαντική. Σημειωτέον πως ο “μυστικός δείπνος” είναι ακριβώς το γεύμα του εβραϊκού Πάσχα.
Εδώ, όμως, την ελευθερία δεν την στερεί ένας αποκλειστικά εξωτερικός εχθρός, αλλά τα ίδια τα πάθη, οι ιδιοτέλειες και η έπαρση του εαυτού που δεν αφήνει χώρο στο άλλο να φανερωθεί. Όπως στην παραβολή του πλουσίου που ο δάσκαλος τον λυπάται ακριβώς επειδή είναι πλούσιος. Εδώ η απαίτηση δεν είναι μόνο ιστορική είναι και προσωπική. Η πάλη δίνει έμφαση στην ψυχική ετοιμότητα και άσκηση και ο “εχθρός” που περιγράφει είναι πολύπλοκος, δυσδιάκριτος. Σα να μην έφτανε αυτό η μάχη μαζί του δεν είναι νικηφόρα ή για να το πούμε αλλιώς η νίκη έρχεται μόνον αφού, πρώτος ο Χριστός και μετά ο κάθε ένας, γευτεί την ήττα. Η τελική Ανάσταση προϋποθέτει το θάνατο. Είναι ένα μήνυμα βαρύ, ένας “σταυρός”. Ένα πέρασμα μέσα από τον θάνατο, το χώμα, την βαθιά σιωπή που αφανίζει τις ιδέες και τις ασφάλειες, τις στρατηγικές και τα συμφέροντα. Μια συντριπτική εμπειρία που δεν απέχει από την απελπισία. Η αναφορά στον θάνατο είναι ευθεία, δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα, ίσως μόνο να προσθέσουμε πως πλέον ο θάνατος είναι αυτό το “Πεσάχ”, δηλαδή, το “πέρασμα”. Αυτό το βλέμμα μέσα από το χώμα που βλέπετε στη δεύτερη εικόνα είναι από την ταινία του Παζολίνι “Το Θεώρημα” (1968).
Μια γιορτή λοιπόν που μιλά για τον ερχομό στο θάνατο ή για την έξοδο στην αφιλόξενη έρημο. Μια γιορτή που καταρχήν μας ενώνει και μας συντονίζει αλλά ταυτόχρονα θέτει ερωτήματα. Ακόμα κι αν δεν αντέχουμε να βυθιστούμε κάθε φορά μέσα στα ερωτήματα τους, αυτές οι γιορτές, οι τελετές και τα έθιμα, κρατάνε στην επιφάνεια την δυνατότητα να σκεφτούμε τους εαυτούς μας και τους άλλους με μιαν τόλμη ενοχλητική. Πέρα από την ασφάλεια και την επιβίωση, ανοιχτοί σ’ αυτό που έρχεται. Με τις αξίες μας να μην λυγίζουν μπροστά στον φόβο και την αβεβαιότητα.
Καλό Πάσχα λοιπόν! Και τώρα και πάντα. Οι γιορτές δε σταματάνε ποτέ, το “εμείς” δεν υπάρχει από μόνο του, είναι ένα λουλούδι που μαραίνεται εύκολα.

Akerselva, Oslo, 1930.
Αφήνοντας, στις 16 Απριλίου την Αθήνα, να καίγεται από τον Ανοιξιάτικο ήλιο, το Όσλο έμοιαζε άλλος πλανήτης, κυκλωμένος από Ομίχλη. Προορισμός αρχικά η πόλη του Moss και δευτερευόντως η πόλη Fredrikstad, δυο πόλεις κοντά στο Όσλο.
“Έξω από την Ευρώπη;”
Όλοι έχουμε κάποια άποψη για τη Σκανδιναβία, μοιάζει οικεία, εντούτοις την σκεπάζει σειρά από στερεότυπα. Για παράδειγμα είναι μια περιοχή της Ευρώπης που δε συμμετείχε στις ιστορικές διεργασίες της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού κι αυτό σχετίζεται με ανύποπτα πράγματα. Όπως το “σοσιαλιστικό” πνεύμα και η κοινωνική τους πολιτική. Μοιάζει ειρωνικό αλλά σύμφωνα με κάποιους “σκληρούς” ορισμούς της Ευρώπης η Σκανδιναβία μπορεί να μείνει εκτός Ευρώπης, διότι η ατομικότητα είναι λιγότερο σημαντική από την κοινότητα και την οικογένεια. Η παραδοσιακή βάση και το πνεύμα της “κοινότητας” υπαγορεύει τη συμμόρφωση και την ταπείνωση. Όσο κι αν ξενίζει συχνά βλέπει κανείς στην ταπεινότητα και την απλότητα των ηθών εδώ τις θετικές πλευρές αυτής της κοινωνικής και πολιτισμικής “επιταγής” ενώ βεβαίως βλέπει παράλληλα και την πίεση που ασκεί. Η ίδια αυτή “αξία” σχετίζεται, μαζί με άλλους παράγοντες και με τη σημαντική βιομηχανική ανάπτυξη αυτών των χωρών. Είναι ειρωνικό ίσως αλλ’ η φωτογραφία των εργατών μπροστά από το εργοστάσιο είναι η εικόνα μιας συνειδητοποιημένης “κοινότητας”, φέρει τον απόηχο της ζωής στο χωριό. Το παράδοξο “μνημείο” ενός γραναζιού στη μέση ενός κόμβου δεν είναι τόσο φτωχό σε νόημα όσο ίσως φανεί εκ πρώτης όψεως. Κάτι λέει για τον άνθρωπο αλλά και την κοινωνία, εκτός από την μηχανιστική αντίληψη για τον κόσμο και τον άνθρωπο μιλά για το πόσο ένα γρανάζι δεν είναι τίποτα σπουδαίο όταν το δει κανείς μόνο του, αλλά αυτό έφτιαξε αυτές τις πόλεις με τις μεγάλες βιομηχανίες. Προπάντων λέει κάτι για το παρελθόν αυτών των πόλεων που έχουν μείνει χωρίς βιομηχανίες πλέον και ψάχνουν έναν άλλο τρόπο να φανταστούν τον εαυτό τους. Κι αυτό δεν είναι ένα τοπικό φαινόμενο. Αντιθέτως είναι ένα παράθυρο στην αποβιομηχανοποιημένη Ευρώπη που στέκεται σαστισμένη. Ποιο το νόημα των κοινωνιών μας αν όχι η “παραγωγή”;
Το ταξίδι εδώ είναι μια ευκαιρία να ξανασκεφτεί κανείς την Ευρώπη γενικά αλλά και την Αθήνα ειδικότερα. Θα επανέλθουμε σχετικά.
Οι μέρες ξεκινούν πολύ νωρίς ήδη, Απρίλιος μήνας και μπορείτε να φωτογραφίσετε την ανατολή στις 4:53!
Αυτό είναι το τέταρτο ταξίδι εδώ. Γεμάτο συναντήσεις με ανθρώπους, βόλτες και συνεντεύξεις μαζί τους και τρία εργαστήρια. Έχουμε κάνει ήδη τα δύο πρώτα εργαστήρια στο Moss και θα γίνει ένα ακόμα στο Fredrikstad. Ελπίζω να γράψω ευχαριστίες μιαν άλλη στιγμή. Το Σεπτέμβριο θα παρουσιάσω ένα περιπατητικό ποίημα φτιαγμένο με τις ιστορίες και τις αναγνώσεις της πόλης του Moss, το οποίο έχω ήδη αγαπήσει.
Η δουλειά εδώ θα κρατήσει τουλάχιστον μέχρι το 2020 και σκοπός είναι να κάνουμε και εκδόσεις και ραδιοφωνικά έργα και ότι ταιριάζει και θρέφει την πόλη.
Πάντως από την πρώτη στιγμή που αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε αυτή τη συνεργασία το ερώτημα ήταν: “Πως μιλάς για μια πόλη;” Και η απάντηση: “Με προσοχή. Μια πόλη είναι φτιαγμένη από και για τους ανθρώπους.”

Ο Νεαρός Κικέρωνας διαβάζει, Vincenzo Foppa, 1464.
«Ακόμα κι από τους ίδιους τους Έλληνες πρέπει με επιμέλεια να φυλάγεσαι σε ορισμένες σχέσεις σου εκτός από ελάχιστους ανθρώπους, αν βέβαια υπάρχουν κάποιοι άξιοι της Αρχαίας Ελλάδας»
«Έτσι λοιπόν οι πιο πολλοί (έλληνες) είναι δόλιοι και ελαφρόμυαλοι και έχουν ανατραφεί στη χωρίς μέτρο κολακεία μετά την μακρόχρονη δουλεία».
Αυτά έγραφε ο περίφημος Μάρκος Τύλλιος Κικέρωνας γύρω στο 50 π.χ.στον αδελφό του Κόιντο που εκείνη την εποχή ήταν έπαρχος στην Ασία.

Άγαλμα του Κικέρωνα σε ώριμη ηλικία από το Μουσείο του Καπιτωλίου στη Ρώμη.
Νομίζω πως η αφήγηση αυτή με ελάχιστες παραλλαγές παραμένει εργαλείο περιγραφής και της σύγχρονης Ελλάδας από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, τον 19ο αιώνα, μέχρι σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ακούμε λιγότερο για την “τουρκοκρατία” διότι για κάποιον λόγο τώρα οι ευθύνες πρέπει να στραφούν στην λεγόμενη “μεταπολίτευση” αλλά οι φράσεις του Κικέρωνα είναι κωμικοτραγικά γνώριμες σε όσους είναι λίγο μεγαλύτεροι. Η επίκληση μιας τέτοιας ασυνέχειας, με το αρχαίο λαμπρό παρελθόν, μπορεί να νομιμοποιήσει, ήδη τότε, πολιτικούς αποκλεισμούς που εξυπηρετούν το συμφέρον του εκάστοτε «διαδηλωτή» της ασυνέχειας ή της συνέχειας, αναλόγως τη συγκυρία. Παρομοίως η επίκληση της «μακρόχρονης δουλείας» μπορεί να εξηγήσει γιατί η «διεφθαρμένη» κοινωνία διαφωνεί με μεταρρυθμίσεις και πολιτικές παραβλέποντας το ενδεχόμενο αυτές να είναι προβληματικές.
Ο Κικέρων ήρθε στην Αθήνα της εποχής του να σπουδάσει ρητορική και φιλοσοφία. Δεν ήταν ο μόνος, οι σπουδαιότεροι γόνοι των ρωμαϊκών οίκων περνούσαν από δω και μετά τοποθετούνταν σε σημαντικές θέσεις. Η “μόρφωση” έδινε το κύρος και η εκπαίδευση τα εργαλεία για να ασκήσουν και να διατηρήσουν την εξουσία τους. Η βιβλιοθήκη του Αδριανού χτίζεται αρκετά χρόνια αργότερα, δύο αιώνες περίπου αλλά ήταν ακριβώς ένα τέτοιο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Η πολιτική σημασία της “μόρφωσης” και της “εκπαίδευσης” ήταν τεράστια, τότε όπως και σήμερα.
Και η Αθήνα ήταν πολύ χρήσιμη αλλά όχι οι Αθηναίοι.

Μοντέλο της λεγόμενης “Βιβλιοθήκης του Αδριανού”.

Σχέδιο των καταλοίπων της βιβλιοθήκης από τον Richard Pococke 1745.

John Shaw Smith, Ναός του Ηφαίστου, Αθήνα, 1851.
Αυτή η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον John Shaw Smith. Το 1851, ούτε είκοσι χρόνια μετά την άφιξη του Βασιλιά Όθωνα. Δεν είναι τόσο εντυπωσιακή. Αν κοιτάξουμε όμως προσεκτικά αποκτά ενδιαφέρον. Διότι η λήψη έγινε από το ναό του Θησείου! Τα κτήρια που βλέπουμε σε πρώτο πλάνο είναι στην ευθεία προς την Ακρόπολη. Δεν υπάρχουν πια και δυσκολευόμαστε να φανταστούμε πόσο ζωντανή ήταν η πόλη σε εκείνες τις παλιές, τις “πρώτες” γειτονιές. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως έσβησε για πάντα η καρδιά της Αθήνας. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς πως η καρδιά της πόλης έγινε ένας Αρχαιολογικός χώρος. Αυτό όμως είναι μόνο ενδεικτικό μιας μετάβασης συνολικής. Οι καταστροφές σε όλη την πόλη ήταν τεράστιες και συστηματικές. Η βία που κρύβεται πίσω από αυτές τις μεταβάσεις δεν είναι μετρήσιμη, είναι όμως ανάλογη με την ανάγκη που είχε και το νέο Ελληνικό κράτος και η Ευρώπη να εδραιώνουν την ταυτότητα τους. Εδώ με τον όρο ταυτότητα εννοούμε την συγκεκριμένη ερμηνεία του χρόνου και και του χώρου που συνέφερε και ενέπνεε τις κοινωνίες τους. Χρειαζόταν λοιπόν από την αρχή πολύ βία για να στηθεί και να διατηρηθεί αυτό το αφήγημα που έδωσε, καλώς ή κακώς, μια βάση συζήτησης και αυτοκατανόησης στην Ελληνική Ευρωπαϊκή κοινωνία.
Στην Ακρόπολη διακρίνεται και ο Φράγκικος πύργος ο οποίος, κατεδαφίστηκε νωρίτερα, το 1874. Γι’ αυτόν ειδικά υπήρξαν αντιδράσεις από Ευρωπαίους στοχαστές και περιηγητές που γνοιάστηκαν για την Ιστορία, μάλλον επιλεκτικά όταν δούμε άλλες σπουδαιότερες κατεδαφίσεις που πέρασαν άκλαυτες, αλλά αυτό θα το δούμε, ελπίζω, άλλη φορά.
Είναι αλήθεια πως η πόλη συστηματικά “καθαρίστηκε” και σκηνοθετήθηκε. Το παράδοξο όμως είναι πως δεν γινόταν αλλιώς, μια πόλη είναι αναγκαστικά μια άποψη, μια ερμηνεία του παρελθόντος και ως εκ τούτου και του συλλογικού μας εαυτού, ότι και να κάνουμε.
Ίσως τα πράγματα να μην έγιναν με τον καλύτερο τρόπο, αυτό υποστηρίζω, αλλά μη νομίζουμε πως υπήρχε εύκολη λύση. Κατά μίαν έννοια η Ιστορία έσπρωξε τα πράγματα σε πολύ επικίνδυνη κατεύθυνση.
Αυτή η μάχη δεν σταματά ποτέ και είναι μια μάχη πολιτική με την πλέον περιεκτική έννοια του όρου. Διαπραγμάτευση όπου το ωραίο το δίκαιο και το αληθινό είναι διαρκώς μπλεγμένα. Γι’ αυτό πρέπει να μελετάμε αυτές τις ερμηνείες και να τις ελέγχουμε. Όχι για να κατηγορήσουμε αλλά για να κατανοήσουμε και να ελευθερωθούμε από αδιέξοδες κατηγορίες σκέψεις, από περιττό θυμό, από αδικαιολόγητες απογοητεύσεις κάθε τρεις και λίγο κ.ο.κ.
Κάπου εκεί ξεκινά και “Η Επίσκεψη”. Μια απόπειρα να δούμε την Αθήνα με αφετηρία τις πέτρες και τα υλικά της και ταυτόχρονα να σκεφτούμε τους πολιτισμούς και τις εποχές που πέρασαν από δω. Η Πόλη χαρίζει απλόχερα την σοφία της, αν θελήσουμε να την ακούσουμε. Δεν θα μας πει αυτά που νομίζουμε. Επίσης δεν θα μας πει αυτά που νομίζουμε πως θέλουμε ν’ακούσουμε. Μπορεί να ανακαλύψουμε μιαν άλλη φωνή που δεν είναι τελικά τόσο ξένη και μέσα στην σκληρότητα της κρύβει τρυφερότητα, δηλαδή σοφία.
Τέτοιες μέρες. Μέρες του Σεπτέμβρη καταστράφηκε ο Παρθενώνας. Μια νύχτα με Πανσέληνο. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1687. Η τεράστια έκρηξη “άνοιξε τον ναό στα δυό”. Η φωτιά εξαπλώθηκε σε όλο το “κάστρο” και έκαιγε για μέρες. Ο Βενετικός (και μισθοφορικός) στρατός ζητωκραύγαζε
“Ζήτω η Δημοκρατία!”
“Ζήτω ο Καίνιξσμαρκ!” (ο Γερμανο-Σουηδός στρατηγός του Μοροζίνι)
Μαζί με τον Παρθενώνα ανατινάχτηκαν 300 άνθρωποι, πιθανά γυναικόπαιδα που είχαν μπει εκεί να προστατευτούν.
Στο ασπρόμαυρο σχέδιο του Τζιάκομο Βερνέδα (Giacomo Verneda) που εικονογραφεί αυτή την ανάρτηση που δείχνει την έκρηξη από την βόρεια πλευρά μπορείτε να διακρίνετε και κάποια αχνά ανθρώπινα κορμιά που μοιάζει να εξαχνώνονται ή να ανεβαίνουν ανάλαφρα, σαν μπαλόνια.
Αυτή είναι ίσως η πιο τραγική στιγμή της ιστορίας του σπουδαίου αυτού μνημείου. Όπως λέει η αρχαιολόγος και ιστορικός Κορνηλία Χατζηασλάνη: “…αν δεν συνέβαινε η πολιορκία και ο βομβαρδισμός της στρατιάς του Μοροζίνι ο Παρθενώνας θα έφτανε μέχρι σήμερα σχεδόν ακέραιος”.
Οι περισσότεροι αγνοούμε πως μέχρις εκείνη την εποχή ο Παρθενώνας ουσιαστικά παρέμενε “σχεδόν ακέραιος”.
Συχνά μιλάμε αόριστα για “καταστροφές” οι οποίες ήταν μάλλον απλές μετατροπές, επεισόδια στη ζωή ενός κτηρίου. Διότι ο Παρθενώνας λειτούργησε διαδοχικά σαν ορθόδοξος και καθολικός ναός και μετά ως τζαμί.
Σε ομιλία που έδωσε ο Μανώλης Κορρές στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη πριν λίγες μέρες (10/09/2019) ανέφερε πως έχει πλέον πειστεί πως στην ιστορία της αρχιτεκτονικής τουλάχιστον το 75-80% των κτηρίων είναι προϊόν επαναχρησιμοποίησης υλικών και ανακύκλωσης- “τα κτήρια που έγιναν εξ’ υπαρχής αποτελούν μειοψηφία” προφανώς αυτό περιλαμβάνει και την επαναχρησιμοποίηση κτηρίων. Αυτή η πρακτική είναι η πλέον διαδεδομένη και ο Παρθενώνας δεν αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη.
Είναι, επίσης, σημαντικό το γεγονός πως σε όλες τις διαδοχικές του μετατροπές όλοι ήξεραν πως επρόκειτο για τον αρχαίο ναό της θεάς Αθηνάς και είτε δεν τους ενοχλούσε καθόλου είτε, όπως φαίνεται σε πηγές, ήταν υπερήφανοι γι’ αυτό.
“Ο Παρθενώνας δεν απεκδύθηκε ποτέ την εμφάνιση και την ιστορία του, και οι Βυζαντινοί συγγραφείς[…] τον έβλεπαν σαν ένα και το αυτό μνημείο, που είχε αδιάσπαστη ιστορία απ’ την αρχαιότητα και τον Περικλή με σημείο τομής την αντικατάσταση της Αθηνάς από την Θεοτόκο.” αναφέρει ο Αντώνης Καλδέλλης.
Αντίστοιχα, το 1458, όταν η Αθήνα παραδίδεται στους Οθωμανούς, ο ίδιος ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής έρχεται στην πόλη, επιχαίρει την κατάκτηση της, περιδιαβαίνει τα μνημεία της, αποδίδει ειδικά προνόμια στους Αθηναίους και απαγορεύει την φθορά των μνημείων με βαριές ποινές. Θεωρούσε, άλλωστε, τον εαυτό του συνεχιστή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μιλούσε, ως φαίνεται, Ελληνικά.
Η τρίτη φωτογραφία δείχνει το παιδικό τετράδιο του μετέπειτα Σουλτάνου όπου εξασκείται στο ελληνικό αλφάβητο. Στο ίδιο τετράδιο έχει σχέδια με πουλιά και φατσούλες, είναι το τετράδιο ενός παιδιού που βαριέται, αστειεύεται και πιθανά αφαιρείται!
Ο Μοροζίνι λοιπόν και η στρατιά του προκαλεί την μεγαλύτερη καταστροφή. Ο Παρθενώνας γίνεται “ερείπιο”.
Αλλά η καταστροφή αυτή προκαλεί και τις επόμενες, σύμφωνα με την Χατζηασλάνη:
“Ο Παρθενών πριν καταστραφεί ήταν τέμενος μουσουλμανικής λατρείας. Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν την απόσπαση και του παραμικρού λίθου από κτήριο θρησκευτικής σημασίας. Μόνον διότι συνετρίβη από τις βόμβες του Μοροζίνι και εγκαταλείφθηκε ως άχρηστο ερείπιο μπόρεσε αργότερα ο Έλγιν να πάρει άδεια να αποσπάσει ορισμένα τεμάχια και, κάνοντας κατάχρηση του φιρμανιού, να προβεί στην τέλεια λεηλασία του ερειπωμένου Παρθενώνα.”
Οι λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας είναι πολλές και μάλιστα θλιβερές. Όσο μελετά κανείς την ιστορία του “βράχου”, τόσο εκπλήσσεται από την υποβάθμιση του γεγονότος. Για καιρό η ανατίναξη του Παρθενώνα παρουσιαζόταν σαν ένα τυχαίο γεγονός, για το οποίο δεν είχε κανείς ευθύνη. Σε ένα περίφημο άρθρο του ο Γερμανός ιστορικός Τέοντορ Μόμσεν (Theodor Mommsen) περιγράφει και τελικά απαντά, στην προσπάθεια Ιταλών και Γερμανών ιστορικών να αποδώσουν το γεγονός στην τύχη και καταλήγει ειρωνικά:
Εάν υπήρξε “τύχη”, ήταν το είδος της τύχης με το οποίο κάθε αξιωματικός του πυροβολικού κάνει τους υπολογισμούς του, η τύχη στην οποία ελπίζει και την οποία είναι ικανός μέχρις ενός σημείου να προκαλέσει. Υπ’ αυτήν την έννοια, και μόνο αυτήν, μπορούμε να δεχτούμε τις λέξεις στις επίσημες αναφορές του Μοροζίνι που απέδιδαν την νίκη του στο “fortunato colpo” μιας “prodigiosa bomba”!
Όταν το 1858 ο Γάλλος ιστορικός Comte de Laborde κάνει την πρώτη σοβαρή προσπάθεια να συλλέξει το σύνολο των πηγών εκείνης της εποχής, καταλήγει στο συμπέρασμα πως τον Παρθενώνα τον κατέστρεψε εσκεμμένα ολόκληρη η “Χριστιανική Ευρώπη”. Η θέση του αυτή προκαλεί νέες απόπειρες από Ιταλούς και Γερμανούς ιστορικούς να παρουσιάσουν την καταστροφή ως τυχαίο “κόλπο” μιας θαυμαστής “μπόμπας”.
Σήμερα, ακόμα, επιβιώνει, από δω κι από κει, αυτή η ερμηνεία.
Η απροθυμία να μιλήσουμε για την καταστροφή του Παρθενώνα από τον πολυεθνικό Βενετικό στρατό είναι παράδοξη. Δεν ταιριάζει με τη σημασία που δίνουμε στο μνημείο.
Αυτή η παραδοξότητα γίνεται σαφέστερη αν καταλάβουμε τον σημερινό Παρθενώνα σαν μια φωτογραφία εκείνης της έκρηξης, μια φωτογραφία με δυνατό φλας που ακινητοποίησε το κτήριο-σύμβολο στο τραυματικό του παρόν.
Η φωτογραφία του Jakob August Lorent που έγινε το 1862 αποδίδει κάπως αυτό το σταμάτημα του χρόνου.

Jakob August Lorent Athens 1862 05 Parthenon
Αυτή η πάλη για την συγγραφή της Ιστορίας με τρόπο που να εξαφανίζει τις ευθύνες της πολιτισμένης Ευρώπης είναι ένα θέμα διαδεδομένο στην Ελληνική ιστορία. Υποδεικνύει μια βαθιά αντίφαση. Αντίφαση που βλέπουμε σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που καλούνται να διαλέξουν ανάμεσα στις αξίες που διακυρήσσουν και τα συμφέροντα τους.
Ο Ευρωκεντρικός κόσμος (που περιλαμβάνει και τις Ηνωμένες πολιτείες, την Αυστραλία, τον Καναδά κλπ) σπάνια συνομιλεί με το “άλλο” ισότιμα.
Ακούγεται παράδοξο ίσως, αλλά η Ευρώπη χαρακτηρίζεται από έναν εμπεδωμένο επαρχιωτισμό. Μέχρι τώρα δεν αναγνώριζε παρά μόνον το δικό της πολιτισμικό πλαίσιο, το οποίο ταύτιζε με την αλήθεια! Έτσι νομιμοποιήθηκε η εξολόθρευση και ο αφανισμός τόσων πληθυσμών και πολιτισμών σε όλες τις ηπείρους.
Αν, όμως, η Ευρώπη έχει σήμερα κάτι να προσφέρει, αν υπάρχει κάτι που την καθιστά πολύτιμη και θαυμαστή, αυτό, επιτέλους, δεν είναι η ισχύς της αλλά το θάρρος της όταν κάνει αυτοκριτική. Τώρα, μέσα από την φρίκη του 20ου αιώνα, μέσα από την απώλεια της ηγεμονίας, έχει την μεγαλύτερη ευκαιρία να φτάσει στην όντως ακμή της, αυτή είναι η προνομιακή στιγμή της.
Η Αθηναϊκή και η Ελληνική ιστορία δεν είναι μια τοπική ιστορία. Είναι η βασική μας συνεισφορά σε μιαν Ευρώπη που αγωνιά.

Ο Όθωνας και η Αμαλία έφιπποι.
Ο Βασιλιάς Όθωνας και η βασίλισσα Αμαλία καλπάζουν ακόμα σ’αυτήν την εικόνα. Που οδηγεί αυτός ο καλπασμός; Φοράνε παραδοσιακές φορεσιές. Αυτές που πολλοί ισχυροί της τότε ελληνικής κοινωνίας θεωρούσαν”βάρβαρες” και “ασιατικές”. Εξ’ ου και η υποτιμητική έκφραση “φουστανελάδες”. Καλπάζουν με τη συνοδεία τους δίπλα στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Δίπλα από τα ερείπια, δεν υπάρχει άνθρωπος κανείς. Τα ερείπια φτάνουν. Οι δύο αυτοί καβαλάρηδες μας κοιτάζουν. Που πάνε;

Η σαρκοφάγος του Όθωνα στην εκκλησία των Θεατίνων στο Μόναχο. «Όθων ο Α΄ βασιλεύς της Ελλάδος, πρίγκιψ της Βαυαρίας» είναι η ανάγλυφη επιγραφή στην επτασφράγιστη σαρκοφάγο. Έχει τη σημασία της καθώς έχει επιλεχθεί να είναι γραμμένη στα ελληνικά. Στον τοίχο γίνεται η αντίστοιχη αναφορά στα γερμανικά.
Ίσως πίσω στη Βαυαρία όπου ετάφησαν. Στο χρόνο τα πράγματα πάνε μόνο μπροστά, ακόμα κι όταν κάθεσαι ακίνητος. Τέτοιες μέρες, 23 Οκτώβρη, ο Όθωνας Α’ της Ελλάδος και η Αμαλία της Ελλάδος εγκαταλείπουν την Ελλάδα την οποίαν βασίλευσαν 30 χρόνια (1832 με 1862). Στο τελευταίο διάγγελμα του ο Όθωνας λέει πως εγκαταλείπει τον τόπο “τον οποίον ηγάπησα και εισέτι αγαπώ”. Όποιος μελετήσει την εποχή και τον άνθρωπο τον πιστεύει.
Ο Όθωνας και η Αμαλία δεν αποτελούν αντικείμενο μελέτης ανάλογης με την σημασία τους. Πολλές ευκολίες και γενικότητες βλέπουμε να γλιστράνε, ξανά και ξανά, ακόμα και σε κείμενα σοβαρά. Όσα έγιναν τότε επηρεάζουν – και κάποτε προκαθορίζουν – πολλά από αυτά που ζούμε σήμερα. Η, δε, Αμαλία δεν είναι καθόλου δευτερεύον πρόσωπο. Το βλέμμα της και το βλέμμα των άλλων πάνω της βοηθά προνομιακά να καταλάβουμε πλήθος πραγμάτων. Σε αυτήν διασταυρώνονται (και φωτίζουν η μία την άλλη) πολλές “ιστορίες”.

Η Βασίλισσα Αμαλία στην εξορία σε προχωρημένη ηλικία, περ. 1870
Ο μέγας Γουσταύος Φλωμπέρ περνά από την Αθήνα το 1850. Στις 22 Ιανουαρίου σημειώνει:

Ο Όθωνας και η Αμαλία από το Atelier Albert του Μονάχου, 1867.
Η Αμαλία αγαπούσε την ιππασία και το κυνήγι. Ελπίζουμε να ξαναγράψουμε σχετικά. Η εικόνα με τους καβαλάρηδες την αντιπροσωπεύει. Περισσότερο απ’ ότι τον Όθωνα που δούλευε διαρκώς. Δεν είναι το πρώτο πράγμα που θα σκεφτεί κανείς, δηλαδή πως ήταν μια βασίλισσα παθιασμένη ιππέας, όταν την δει κανείς στην φωτογραφία, χρόνια μετά, στο πλάι του άντρα που ερωτεύτηκε παιδί ακόμα. Τον άντρα που την παντρεύτηκε κρυφά και βιαστικά γιατί δεν θα τον άφηναν οι μεγάλες δυνάμεις να παντρευτεί εκείνη που ήθελε (και σ’ αυτό μοιάζει η μοίρα του με την μοίρα του τόπου “που ηγάπησε”). Τον άντρα που ήταν κάποτε ο Βασιλιάς της Ελλάδος.

Φωτογραφία του Timothy Archibald από το φωτογραφικό βιβλίο με τίτλο “Ecollilia/Sometimes I wonder”, 2010.

Edward Dodwell “View of the Parthenon/ from the propylea” 1821
Τη χρονιά έναρξης της επανάστασης, το 1821, εκδόθηκε στο Λονδίνο το βιβλίο “Views from Greece” με σχέδια και κείμενα του Edward Dodwell (1767 – 1832). Η εικόνα που βλέπετε έχει τίτλο “Όψη του Παρθενώνα” με υπότιτλο “από τα Προπύλαια”. Βλέπουμε έναν Παρθενώνα άγνωστο. Είναι η ανάμνηση μιας Ακρόπολης αγνώριστης, και μιας Αθήνας που χάθηκε.

John Constable “Landscape at Hampstead/ Tree and Storm Clouds” 1821

Francisco de Goya “Perro semihundido” 1821





Ancient Temple at Corinth engraving by William Miller, 1829

O Ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας (1964)
Τώρα που κόπασε ο θόρυβος μπορούμε να ξαναπιάσουμε το θέμα της (μη) παραχώρησης του Παρθενώνα για επίδειξη μόδας από τον οίκο Gucci. Παρά το γεγονός ότι μάλλον συμφωνούμε, χωρίς υπερβολικά πάθη όμως, με την απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) το θέμα μοιάζει να είναι αλλού. Είναι πολύ πιθανόν το πραγματικό θέμα να είναι ο ίδιος ο Παρθενώνας και σε δεύτερο χρόνο οι χρήσεις του. Οπότε ίσως χάνεται μια ευκαιρία να μιλήσουμε για το κύριο ζήτημα. Αυτή είναι η πρώτη από μια μικρή σειρά αναρτήσεων.

Η Ουγγαρέζα χορεύτρια Nikolska στον Παρθενώνα. Αθήνα, 1929. Φωτ: Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη (Nelly’s). Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη.
Ο Παρθενώνας αποτελεί ένα καλλιτεχνικό και τεχνολογικό επίτευμα, αυτή η διάσταση δε μπορεί να αγνοηθεί εύκολα. Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη πλευρά της αξίας του. Διότι συμβολικά συμπυκνώνει μια προβληματική αφήγηση για την αρχαία Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, μια εργαλειακή αποθέωση η οποία εξυπηρετούσε κι εξυπηρετεί όχι τον πολιτισμό αλλά τον εκάστοτε ισχυρό. Με αυτό το σκεπτικό άλλωστε χτίστηκε. Θα επανέλθουμε.

Φωτογράφος Ντένια Τσακιρσόι, 2017.

Γοργοεπήκοος γύρω στο 1900. Από τη συλλογή εκτυπώσεων Photochrom της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου

Η Έξωση του Όθωνα, Έγχρωμη λιθογραφία. Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.


The Reception, Moss, 180919. Photo: Harald Fossen
We are pleased to announce the Reception in Moss, Norway We started three days ago (19 September). It took us one year and a half with meetings, interviews, workshops and a lot of time spent in the city a lot of research and reading, a lot of exchanges. And now it’s a five (5) hours walk through the city, with some hot drinks and some food to keep us warm and cosy and some reflections and some silence to hear the wind, the water and the past.

Workshop in House of Foundation, May 2018. Photo: James Moore
It all started in Hull U.K. in May 2017 when we were discussing with James Moore if it is possible to bring the Reception from Athens to Norway. It was a meeting of the


The Gear, Moss, September 2019. Photo: Alexandros Mistriotis

Vilde Broen we know you are somewhere there behind taking care of us. Fredrik Borgund I already told you, you know, I am missing you when we end each time. Arild Settli you make our lives “interesting” and keep us smiling. Tolga Balcı and Harald Fossen you are equally discreet and sensitive and I will be late for our rdv in a few minutes if I go on like this! Jóhannes Jón Ívar Guðmundson you are our smiling Icelandic cook! And for Camilla Fjeldhaug who is the my guardian angel all these days a special thank you.
But this is not all… The municipality and the “by lab”! There is some honest and rare generosity around here. The